STRICKZEUG, das
Weitere Wörter:
Vorher
- STRICH, der... = η γραμμή: • einen Strich ziehen [zB. mit einer Füllfeder auf einem Blatt Papier] // einen Strich machen [zB....
- STRICHCODE, der... s. Barcode, der ...
- STRICHELN... vgl. strichlieren ...
- STRICHLIEREN... • an den strichlierten (gestrichelten) Linien [den Bestellschein aus der Zeitung ausschneiden] ° στις διακεκομμένες γραμμές ...
- STRICHPUNKT, der... [als Satzzeichen in der lateinischen Schrift, sc.: ";"] = το σημάδι της ημιπεριόδου [Anm.: vgl.:...
- STRICKEN... 1) πλέκω 2) das Stricken ° το πλέξιμο: • das Stricken eines Strumpfes ° το πλέξιμο μιας κάλτσας 3) Sonstiges:...
- STRICKEREI, die... = το πλεκτό:...
- STRICKJACKE, die... = η πλεκτή ζακέτα ...
- STRICKMASCHINE, die... = η πλεκτομηχανή // η πλεκτική μηχανή ...
- STRICKNADEL, die... = η βελόνα πλεξίματος (Pl.: οι βελόνες πλεξίματος) ...
Nachher:
- STRIKT... = αυστηρός, -ή, -ό: • Bevor wir die [Parlaments-]Debatte beginnen, möchte ich [= der Vorsitzende] Sie alle bitten,...
- STRITTIG... = επίμαχος, -η, -ο:...
- STROH, das... = το άχυρο [bzw.] τα άχυρα: • Das Stroh lagern wir in der Scheune. ° Τα άχυρα τα αποθηκεύουμε μέσα στον αχυρώνα....
- STROHDACH, das... = η αχυρένια στέγη ...
- STROHHALM, der... [zB. zum Trinken einer Limonade] = το καλαμάκι ...
- STROHHUT, der... = το ψάθινο καπέλο ...
- STROHMANN, der... 1) ο αχυράνθρωπος: • der Strohmann [der zur Unternehmensgründung vorgeschoben wurde] ° ο αχυράνθρωπος * 2) ο άνθρωπος-βιτρίνα (Pl.:...
- STROM, der... 1) [elektrischer Strom]: a) το (ηλεκτρικό) ρεύμα [bzw.] το ηλεκτρικό: • die Abschaltung des elektrischen Stroms [zB....
- STROMABWÄRTS... = στην κατεύθυνση του ρεύματος * // σύμφωνα με τη ροή ποταμού ** *[Pons online] // **[Langenscheidt online] ...