STROMABWÄRTS
= στην κατεύθυνση του ρεύματος * // σύμφωνα με τη ροή ποταμού **
*[Pons online] // **[Langenscheidt online]
Weitere Wörter:
Vorher
- STRICKNADEL, die... = η βελόνα πλεξίματος (Pl.: οι βελόνες πλεξίματος) ...
- STRICKZEUG, das... s. Strickerei, die ...
- STRIKT... = αυστηρός, -ή, -ό: • Bevor wir die [Parlaments-]Debatte beginnen, möchte ich [= der Vorsitzende] Sie alle bitten,...
- STRITTIG... = επίμαχος, -η, -ο:...
- STROH, das... = το άχυρο [bzw.] τα άχυρα: • Das Stroh lagern wir in der Scheune. ° Τα άχυρα τα αποθηκεύουμε μέσα στον αχυρώνα....
- STROHDACH, das... = η αχυρένια στέγη ...
- STROHHALM, der... [zB. zum Trinken einer Limonade] = το καλαμάκι ...
- STROHHUT, der... = το ψάθινο καπέλο ...
- STROHMANN, der... 1) ο αχυράνθρωπος: • der Strohmann [der zur Unternehmensgründung vorgeschoben wurde] ° ο αχυράνθρωπος * 2) ο άνθρωπος-βιτρίνα (Pl.:...
- STROM, der... 1) [elektrischer Strom]: a) το (ηλεκτρικό) ρεύμα [bzw.] το ηλεκτρικό: • die Abschaltung des elektrischen Stroms [zB....
Nachher:
- STROMAUFWÄRTS... = ενάντια στο ρεύμα του ποταμού // αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού // κόντρα στο ρεύμα ...
- STROMAUSFALL, der... 1) η διακοπή ρεύματος:...
- STRÖMEN... 1) ρέω: • die Lava strömt (fließt) [auf diesem Foto] aus einem Vulkan ° η λάβα ρέει από ένα ηφαίστειο 2) [Bewegung einer großen Menschenmenge]:...
- STROMFÜHREND... (alternative Schreibweise: Strom führend) = ηλεκτροφόρος, -α/-ος, -ο:...
- STROMGENERATOR, der... vgl. Generator, der ...
- STROMMAST, der... s. unter Mast, der ...
- STROMRECHNUNG, die... = ο λογαριασμός ρεύματος ...
- STROMSCHLAG, der... [zB. bei einem Griff in die Steckdose] = η ηλεκτροπληξία ...
- STRÖMUNG, die... = το ρεύμα: • Er ließ sich [beim Schwimmen im Fluss] von der Strömung treiben. ° Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα....