STROMFÜHREND

(alternative Schreibweise: Strom führend)


=  ηλεκτροφόρος, -α/-ος, -ο:

• stromführende Kabel (Leitungen)  °  ηλεκτροφόρα καλώδια


Weitere Wörter:

Vorher
  • STROH, das... = το άχυρο [bzw.] τα άχυρα: • Das Stroh lagern wir in der Scheune. ° Τα άχυρα τα αποθηκεύουμε μέσα στον αχυρώνα....
  • STROHDACH, das... = η αχυρένια στέγη ...
  • STROHHALM, der... [zB. zum Trinken einer Limonade] = το καλαμάκι ...
  • STROHHUT, der... = το ψάθινο καπέλο ...
  • STROHMANN, der... 1) ο αχυράνθρωπος: • der Strohmann [der zur Unternehmensgründung vorgeschoben wurde] ° ο αχυράνθρωπος * 2) ο άνθρωπος-βιτρίνα (Pl.:...
  • STROM, der... 1) [elektrischer Strom]: a) το (ηλεκτρικό) ρεύμα [bzw.] το ηλεκτρικό: • die Abschaltung des elektrischen Stroms [zB....
  • STROMABWÄRTS... = στην κατεύθυνση του ρεύματος * // σύμφωνα με τη ροή ποταμού ** *[Pons online] // **[Langenscheidt online] ...
  • STROMAUFWÄRTS... = ενάντια στο ρεύμα του ποταμού // αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού // κόντρα στο ρεύμα ...
  • STROMAUSFALL, der... 1) η διακοπή ρεύματος:...
  • STRÖMEN... 1) ρέω: • die Lava strömt (fließt) [auf diesem Foto] aus einem Vulkan ° η λάβα ρέει από ένα ηφαίστειο 2) [Bewegung einer großen Menschenmenge]:...
Nachher:
  • STROMGENERATOR, der... vgl. Generator, der ...
  • STROMMAST, der... s. unter Mast, der ...
  • STROMRECHNUNG, die... = ο λογαριασμός ρεύματος ...
  • STROMSCHLAG, der... [zB. bei einem Griff in die Steckdose] = η ηλεκτροπληξία ...
  • STRÖMUNG, die... = το ρεύμα: • Er ließ sich [beim Schwimmen im Fluss] von der Strömung treiben. ° Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα....
  • STROMVERSORGUNG, die... 1) η ηλεκτροδότηση: • Das Schlechtwetter verursachte ausgedehnte Unterbrechungen (Ausfälle) der Strom­versorgung....
  • STROMVERSORGUNGS+... - das Stromversorgungsunternehmen: vgl. unter Elektrizitäts+ ("das Elektri­zi­täts­versorgungs­unter­nehmen" bzw....
  • STROMZUFUHR, die... s. unter Stromversorgung, die ...
  • STROPHE, die... 1) [zB. eines Gedichts]: η στροφή 2) [im Gegensatz zum Refrain (eines Liedes)]: το κουπλέ:...