STROHHALM, der

[zB. zum Trinken einer Limonade]


=  το καλαμάκι


Weitere Wörter:

Vorher
  • STRICKEN... 1) πλέκω 2) das Stricken ° το πλέξιμο: • das Stricken eines Strumpfes ° το πλέξιμο μιας κάλτσας 3) Sonstiges:...
  • STRICKEREI, die... = το πλεκτό:...
  • STRICKJACKE, die... = η πλεκτή ζακέτα ...
  • STRICKMASCHINE, die... = η πλεκτομηχανή // η πλεκτική μηχανή ...
  • STRICKNADEL, die... = η βελόνα πλεξίματος (Pl.: οι βελόνες πλεξίματος) ...
  • STRICKZEUG, das... s. Strickerei, die ...
  • STRIKT... = αυστηρός, -ή, -ό: • Bevor wir die [Parlaments-]Debatte beginnen, möchte ich [= der Vorsitzende] Sie alle bitten,...
  • STRITTIG... = επίμαχος, -η, -ο:...
  • STROH, das... = το άχυρο [bzw.] τα άχυρα: • Das Stroh lagern wir in der Scheune. ° Τα άχυρα τα αποθηκεύουμε μέσα στον αχυρώνα....
  • STROHDACH, das... = η αχυρένια στέγη ...
Nachher:
  • STROHHUT, der... = το ψάθινο καπέλο ...
  • STROHMANN, der... 1) ο αχυράνθρωπος: • der Strohmann [der zur Unternehmensgründung vorgeschoben wurde] ° ο αχυράνθρωπος * 2) ο άνθρωπος-βιτρίνα (Pl.:...
  • STROM, der... 1) [elektrischer Strom]: a) το (ηλεκτρικό) ρεύμα [bzw.] το ηλεκτρικό: • die Abschaltung des elektrischen Stroms [zB....
  • STROMABWÄRTS... = στην κατεύθυνση του ρεύματος * // σύμφωνα με τη ροή ποταμού ** *[Pons online] // **[Langenscheidt online] ...
  • STROMAUFWÄRTS... = ενάντια στο ρεύμα του ποταμού // αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού // κόντρα στο ρεύμα ...
  • STROMAUSFALL, der... 1) η διακοπή ρεύματος:...
  • STRÖMEN... 1) ρέω: • die Lava strömt (fließt) [auf diesem Foto] aus einem Vulkan ° η λάβα ρέει από ένα ηφαίστειο 2) [Bewegung einer großen Menschenmenge]:...
  • STROMFÜHREND... (alternative Schreibweise: Strom führend) = ηλεκτροφόρος, -α/-ος, -ο:...
  • STROMGENERATOR, der... vgl. Generator, der ...