SYMPATHISCH


1) συμπαθητικός, -ή, -ό:

• Ja, Kostas war ein wenig dreist [sc.: ein wenig aufdringlich (mir gegenüber)], aber so sympathisch.  °  Ναι, ο Κώστας ήταν λίγο τολμηρός αλλά τόσο συμπαθητικός.

• sie [sc. diese Frau] ist uns allen sympathisch  °  είναι συμπαθητική σε όλους μας


2) συμπαθής, -ής, -ές:

• Ja, Takis ist mir sympathisch.  °  Ναι, μου είναι συμπαθής ο Τάκης.

• Alle jungen griechischen Regisseure sind mir sympathisch.  °  Όλοι οι νέοι έλληνες σκηνοθέτες μού είναι συμπαθείς.

• die eine [der beiden Frauen] war mir unendlich (ungleich) sympathischer als die andere  °  η μία μου ήταν απείρως συμπαθέστερη από την άλλη


3) Konstruktion mit συμπαθώ (-είς [und] -άς):

• Vom ersten Moment an war mir Maria sympathisch.  °  Από την πρώτη στιγμή συμπάθησα τη Μαρία.

• er hatte mich sofort sympathisch gefunden / ich war ihm sofort sympathisch gewesen  °  με είχε συμπαθήσει αμέσως

• Ich finde dich sehr sympathisch. [wohl iS von: Ich mag dich sehr.]  °  Σε συμπαθώ πολύ.


Weitere Wörter:

Vorher
  • SÜSSIGKEIT (Süßigkeit), die... = το γλυκό (meist Pl.: die Süßigkeiten = τα γλυκά) [vgl. auch Süßwaren, die] ...
  • SÜSSLICH (süßlich)... = γλυκερός, -ή, -ό: • ein falsches (verlogenes) süßliches Lächeln ° ένα ψεύτικο γλυκερό χαμόγελο ...
  • SÜSSSPEISE (Süßspeise), die... s. Mehlspeise, die ...
  • SÜSSWAREN (Süßwaren), die... [sc. Süßigkeiten (als Produkt bzw. Handelsware)] = τα ζαχαρώδη (προϊόντα) (Gen.:...
  • SWASILAND... (englisch: Swaziland) [Staat im südlichen Afrika] = η Σουαζιλάνδη (Gen.: της Σουαζιλάνδης) ...
  • SYDNEY... = το Σίντνεϋ [bzw.] το Σίδνεϊ [bzw.] το Σύδνεϋ ...
  • SYMBOL, das... = το σύμβολο ...
  • SYMBOLLEISTE, die... • "Symbolleisten" [Option im Kontextemenü bei Rechtsklick auf die Taskleiste unter Windows XP] ° "Γραμμές εργαλείων" ...
  • SYMPATHIE, die... = η συμπάθεια:...
  • SYMPATHISANT, der / SYMPATHISANTIN, die... 1) der Sympathisant ° ο συμπαθών (Gen.: του συμπαθούντος / Akk.: τον συμπαθούντα) (Pl.: οι συμπαθούντες / Gen.:...
Nachher: