TRAKT, der
1) [Gebäudeteil]: η πτέρυγα:
• der Offizierstrakt [in der Kaserne] ° η πτέρυγα αξιωματικών
2) [anatomischer Begriff]:
• Sie [sc. die {unverdaulichen} Ballaststoffe = οι διαιτητικές ίνες] passieren unangetastet den Magen-Darm-Trakt und werden ausgeschieden. ° Περνούν ανέπαφες μέσα από το γαστρεντερικό σωλήνα και αποβάλλονται.
Weitere Wörter:
Vorher
- TRAGFLÄCHE, die... [eines Flugzeugs] = το φτερό // η πτέρυγα * *(Pl.: οι πτέρυγες / Akk.: τις πτέρυγες) ...
- TRAGFLÜGELBOOT, das... = το ιπτάμενο πλοίο ...
- TRAGISCH... 1) τραγικός, -ή, -ό: • Ihr einziger Kummer – aber auch das nahm sie nicht sehr tragisch – war, dass ......
- TRAGÖDIE, die... = η τραγωδία (Pl.: οι τραγωδίες / Gen.: των τραγωδιών) ...
- TRAGTASCHE, die... • die Tragtasche [für ein Notebook] ° η θήκη μεταφοράς ...
- TRAINER, der / TRAINERIN, die... 1) der Trainer: a) ο προπονητής: • der Trainer [zB. einer Fußballmannschaft] ° ο προπονητής [Anm.: synonym: ο τεχνικός] b) [lt....
- TRAINIEREN... 1) [transitiv (= etwas/jemanden trainieren)]: a) [einen Sportler bzw. eine Mannschaft]: προπονώ (-είς):...
- TRAINING, das... 1) [eines Sportlers]: η προπόνηση 2) η εξάσκηση: • systematisches Training des Gehirns (Kopfs) und des Gedächtnisses [als eine der Maßnahmen,...
- TRAININGSANZUG, der... = η αθλητική φόρμα // η φόρμα προπόνησης ...
- TRAININGSFAHRT, die...TRAININGSFAHRT,...
Nachher:
- TRAKTOR, der... = το τρακτέρ (Gen.: του τρακτέρ) // το τρακτόρι * (Gen.: του τρακτοριού) *[Anm.: Die Form "τρακτόρι" ist weder bei ΛΜΠ noch bei ΛΚΝ verzeichnet....
- TRANCHIEREN... [zB. ein Fleischstück im Restaurant] = τεμαχίζω ...
- TRÄNE, die... 1) το δάκρυ: • Tränen stiegen ihm in die Augen ° του ήρθαν δάκρυα στα μάτια // δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του • Ich kämpfte mit den Tränen. [wörtl.:...
- TRÄNEN [Verb]... = δακρύζω: • meine Augen tränten vom Rauch ° δάκρυσαν τα μάτια μου από τον καπνό ...
- TRÄNENDRÜSE, die... = ο δακρυϊκός αδένας // ο δακρυγόνος αδένας ...
- TRÄNENGAS, das... = το δακρυγόνο [bzw.] τα δακρυγόνα * // τα δακρυγόνα αέρια (Gen.: των δακρυγόνων αερίων): *[Anm.:...
- TRANSAKTION, die... = η συναλλαγή:...
- TRANSATLANTIK+ [bzw.] TRANSATLANTISCH... = υπερατλαντικός, -ή, -ό: • Transatlantikflüge [sc....
- TRANSFER, der... 1) η μεταφορά:...