TRANCHIEREN

[zB. ein Fleischstück im Restaurant]


=  τεμαχίζω


Weitere Wörter:

Vorher
  • TRAGISCH... 1) τραγικός, -ή, -ό: • Ihr einziger Kummer – aber auch das nahm sie nicht sehr tragisch – war, dass ......
  • TRAGÖDIE, die... = η τραγωδία (Pl.: οι τραγωδίες / Gen.: των τραγωδιών) ...
  • TRAGTASCHE, die... • die Tragtasche [für ein Notebook] ° η θήκη μεταφοράς ...
  • TRAINER, der / TRAINERIN, die... 1) der Trainer: a) ο προπονητής: • der Trainer [zB. einer Fußballmannschaft] ° ο προπονητής [Anm.: synonym: ο τεχνικός] b) [lt....
  • TRAINIEREN... 1) [transitiv (= etwas/jemanden trainieren)]: a) [einen Sportler bzw. eine Mannschaft]: προπονώ (-είς):...
  • TRAINING, das... 1) [eines Sportlers]: η προπόνηση 2) η εξάσκηση: • systematisches Training des Gehirns (Kopfs) und des Gedächtnisses [als eine der Maßnahmen,...
  • TRAININGSANZUG, der... = η αθλητική φόρμα // η φόρμα προπόνησης ...
  • TRAININGSFAHRT, die...TRAININGSFAHRT,...
  • TRAKT, der... 1) [Gebäudeteil]: η πτέρυγα: • der Offizierstrakt [in der Kaserne] ° η πτέρυγα αξιωματικών 2) [anatomischer Begriff]: • Sie [sc....
  • TRAKTOR, der... = το τρακτέρ (Gen.: του τρακτέρ) // το τρακτόρι * (Gen.: του τρακτοριού) *[Anm.: Die Form "τρακτόρι" ist weder bei ΛΜΠ noch bei ΛΚΝ verzeichnet....
Nachher:
  • TRÄNE, die... 1) το δάκρυ: • Tränen stiegen ihm in die Augen ° του ήρθαν δάκρυα στα μάτια // δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του • Ich kämpfte mit den Tränen. [wörtl.:...
  • TRÄNEN [Verb]... = δακρύζω: • meine Augen tränten vom Rauch ° δάκρυσαν τα μάτια μου από τον καπνό ...
  • TRÄNENDRÜSE, die... = ο δακρυϊκός αδένας // ο δακρυγόνος αδένας ...
  • TRÄNENGAS, das... = το δακρυγόνο [bzw.] τα δακρυγόνα * // τα δακρυγόνα αέρια (Gen.: των δακρυγόνων αερίων): *[Anm.:...
  • TRANSAKTION, die... = η συναλλαγή:...
  • TRANSATLANTIK+ [bzw.] TRANSATLANTISCH... = υπερατλαντικός, -ή, -ό: • Transatlantikflüge [sc....
  • TRANSFER, der... 1) η μεταφορά:...
  • TRANSFERIEREN... [zB. Geldbeträge] = μεταφέρω ...
  • TRANSFERZAHLUNG, die...TRANSFERZAHLUNG,...