CD-PLAYER, der


1) το CD player:

[Anm.: Das ist der zB. im Sprachlehrbuch "Επικοινωνήστε ελληνικά" verwendete Begriff.]

• er hat keinen CD-Player  °  δεν έχει CD player

• der tragbare CD-Player  °  το φορητό CD player


2) η συσκευή αναπαραγωγής CD:

• CD- und DVD-Player [wörtl.: Geräte zur Wiedergabe von CDs und DVDs]  °  συσκευές αναπαραγωγής CD και DVD


3) η συσκευή για CD 


4) το ψηφιακό πικάπ (bzw.: το πικάπ με ακτίνα λέηζερ)


Weitere Wörter:

Vorher
  • CANNABIS, der/das... [Droge (sc. Haschisch)] = η κάνναβη ...
  • CANNES... [Stadt in Frankreich] = οι Κάννες (Gen.: των Καννών / Akk.: τις Κάννες) ...
  • CASANOVA, der... • ein junger "Casanova" [iS von: Frauenheld] ° ένας νεαρός "Καζανόβας" ...
  • CÄSAR... • Julius Cäsar ° ο Ιούλιος Καίσαρας ...
  • CASINO, das... s. Kasino, das ...
  • CATERER, der... vgl. unter Catering+ ("die Catering-Firma") ...
  • CATERING, das... = το catering [bzw.] το κέτερινγκ * // η εστίαση * // η τροφοδοσία ** *[jeweils Pons online] // **[Hueber-Gastro] ...
  • CATERING+... • Das Essen [für unseren Kindergarten] wird von einer Catering-Firma (von einem Caterer*) gebracht. [GF wörtl.: Das Essen kommt von ......
  • CD-BRENNER, der... = η συσκευή εγγραφής CD ...
  • CD-GESCHÄFT, das... (CD-Laden, der) [wörtl.: das Plattengeschäft] = το κατάστημα δίσκων ...
Nachher:
  • CD, die... [Compact Disc] = το CD (το σιντί) (Plural: τα CDs [bzw.] τα CD *) (= ο ψηφιακός δίσκος κόμπακτ // ο δίσκος κόμπακτ // ο ψηφιακός δίσκος) *[s....
  • CELLIST, der / CELLISTIN, die... 1) der Cellist ° ο (βιολον)τσελίστας 2) die Cellistin ° η (βιολον)τσελίστρια ...
  • CELLOPHAN, das... [Markenname für: Zellophan / Zellglas] = το σελοφάν ...
  • CENT, der... 1) [Untereinheit des Euro]: το λεπτό * [bzw. (synonym)] το ευρωλεπτό ** *[s. etwa folgende Sätze aus einem Bericht in der Tageszeitung "Τα Νέα" vom 24....
  • CENTER, das... • das Kinocenter ° το συγκρότημα κινηματογραφικών αιθουσών ...
  • CEYLON... [nunmehr: Sri Lanka] = η Κεϋλάνη ...
  • CHAMPAGNE, die... [Region und Weinbaugebiet in Frankreich] = η Καμπανία (Gen.: της Καμπανίας) ...
  • CHAMPAGNER, der... = η σαμπάνια (Gen.: της σαμπάνιας) ...
  • CHANCE, die... 1) [iS von: günstige Gelegenheit]: η ευκαιρία: • Ihr Kind hat [mit diesem Prämiensparvertrag] die Möglichkeit,...