CD, die

[Compact Disc]  


=  το CD  (το σιντί)    (Plural: τα CDs [bzw.] τα CD *)

   (= ο ψηφιακός δίσκος κόμπακτ  //  ο δίσκος κόμπακτ  //  ο ψηφιακός δίσκος)

*[s. Ανδρέας Παππάς, Υπο-γλώσσια Β', S 38, der hinsichtlich der Endung "s" im Plural zwischen der schriftlichen und der gesprochenen Verwendung des Wortes unter­scheidet:

Μπορεί να γράφουμε CDs, DVDs και e-mails, αλλά, όταν μιλάμε, ο πληθυντικός των συγκεκριμένων λέξεων είναι τα σιντί, τα ντιβιντί, τα ιμέιλ.]

• zwei-drei CDs  °  δύο-τρία CDs

• die Audio-CD  °  το CD ήχου


Weitere Wörter:

Vorher
  • CANNES... [Stadt in Frankreich] = οι Κάννες (Gen.: των Καννών / Akk.: τις Κάννες) ...
  • CASANOVA, der... • ein junger "Casanova" [iS von: Frauenheld] ° ένας νεαρός "Καζανόβας" ...
  • CÄSAR... • Julius Cäsar ° ο Ιούλιος Καίσαρας ...
  • CASINO, das... s. Kasino, das ...
  • CATERER, der... vgl. unter Catering+ ("die Catering-Firma") ...
  • CATERING, das... = το catering [bzw.] το κέτερινγκ * // η εστίαση * // η τροφοδοσία ** *[jeweils Pons online] // **[Hueber-Gastro] ...
  • CATERING+... • Das Essen [für unseren Kindergarten] wird von einer Catering-Firma (von einem Caterer*) gebracht. [GF wörtl.: Das Essen kommt von ......
  • CD-BRENNER, der... = η συσκευή εγγραφής CD ...
  • CD-GESCHÄFT, das... (CD-Laden, der) [wörtl.: das Plattengeschäft] = το κατάστημα δίσκων ...
  • CD-PLAYER, der... 1) το CD player: [Anm.: Das ist der zB. im Sprachlehrbuch "Επικοινωνήστε ελληνικά" verwendete Begriff....
Nachher:
  • CELLIST, der / CELLISTIN, die... 1) der Cellist ° ο (βιολον)τσελίστας 2) die Cellistin ° η (βιολον)τσελίστρια ...
  • CELLOPHAN, das... [Markenname für: Zellophan / Zellglas] = το σελοφάν ...
  • CENT, der... 1) [Untereinheit des Euro]: το λεπτό * [bzw. (synonym)] το ευρωλεπτό ** *[s. etwa folgende Sätze aus einem Bericht in der Tageszeitung "Τα Νέα" vom 24....
  • CENTER, das... • das Kinocenter ° το συγκρότημα κινηματογραφικών αιθουσών ...
  • CEYLON... [nunmehr: Sri Lanka] = η Κεϋλάνη ...
  • CHAMPAGNE, die... [Region und Weinbaugebiet in Frankreich] = η Καμπανία (Gen.: της Καμπανίας) ...
  • CHAMPAGNER, der... = η σαμπάνια (Gen.: της σαμπάνιας) ...
  • CHANCE, die... 1) [iS von: günstige Gelegenheit]: η ευκαιρία: • Ihr Kind hat [mit diesem Prämiensparvertrag] die Möglichkeit,...
  • CHANCENGLEICHHEIT, die... [zB.:...