CENT, der


1) [Untereinheit des Euro]: το λεπτό *  [bzw. (synonym)]  το ευρωλεπτό **

*[s. etwa folgende Sätze aus einem Bericht in der Tageszeitung "Τα Νέα" vom 24.1.2006, in Zusammenhang mit Preiserhöhungen bei Heizöl (und Benzin) in­folge einer Kältewelle in Griechenland:

Το υπουργείο Ανάπτυξης ανακοίνωσε ότι την Παρασκευή η μέση πανελλαδική τιμή του πετρελαίου θέρμανσης μετρήθηκε στα 59 λεπτά το λίτρο, με τα τρία υψηλότερα ρεκόρ να καταγράφονται στη Λάρισα (65,1 λεπτά), στην Καβάλα (63,8) και στην Κέρκυρα (63,2). {...} Στα Χανιά από τα 61 λεπτά που πωλούνταν κατά μέσον όρο το πετρέλαιο την Παρασκευή, χθες ανέβηκε στα 62-63 λεπτά και στο Ηράκλειο από τα 60,2, έφτασε τη Δευτέρα στα 61,5 λεπτά.]


**[vgl. den Vermerk in einer Übersichtstabelle, die – in Ergänzung zu obigem Zei­tungsartikel – die aktuellen Heizölpreise in diversen griechi­schen Städten auflistet:

"Τιμές σε ευρωλεπτά"

Die Überschrift der Tabelle lautet: 

"Σε 21 πόλεις το πετρέλαιο θέρμανσης ξεπέρασε τα 60 λεπτά το λίτρο"]

• Ihr Retourgeld. Fünf Euro und vierzig Cent. [Worte des Verkäufers zum Kunden beim Bezahlen]  °  Τα ρέστα σας. Πέντε ευρώ και σαράντα λεπτά.


2) [Untereinheit des US-Dollars]: το σεντ:

• vier [US-]Cent(s)  °  τέσσερα σεντ


3) bis zum letzten Cent (Heller / Pfennig / Groschen) [sc. etwas vollständig bezahlen]  °  ως την τελευταία πεντάρα  //  μέχρι τελευταίας δεκάρας:

• die Schulden [sc. das gewährte Darlehen] wurden bis zum letzten Cent (Heller / Pfennig / Groschen) zurückgezahlt  °  τα δανεικά επιστράφηκαν ως την τελευταία πεντάρα

• Sie ist einverstanden [mit meinem Vorschlag, uns scheiden zu lassen], unter der Vor­aus­­setzung, dass  s i e  die Wohnung behält! I c h  habe sie bezahlt, bis zum letzten Cent (Heller / Pfennig / Groschen)! Sie hat sich zum Ziel gesetzt, mich aus meinem Heim zu vertreiben!  °  Δέχεται, υπό την προϋπόθεση να κρατήσει εκείνη το διαμέρισμα! Εγώ το έχω πληρώσει, μέχρι τελευταίας δεκάρας! Το ’χει βάλει σκοπό να με διώξει από το σπίτι μου!


Weitere Wörter:

Vorher
  • CASINO, das... s. Kasino, das ...
  • CATERER, der... vgl. unter Catering+ ("die Catering-Firma") ...
  • CATERING, das... = το catering [bzw.] το κέτερινγκ * // η εστίαση * // η τροφοδοσία ** *[jeweils Pons online] // **[Hueber-Gastro] ...
  • CATERING+... • Das Essen [für unseren Kindergarten] wird von einer Catering-Firma (von einem Caterer*) gebracht. [GF wörtl.: Das Essen kommt von ......
  • CD-BRENNER, der... = η συσκευή εγγραφής CD ...
  • CD-GESCHÄFT, das... (CD-Laden, der) [wörtl.: das Plattengeschäft] = το κατάστημα δίσκων ...
  • CD-PLAYER, der... 1) το CD player: [Anm.: Das ist der zB. im Sprachlehrbuch "Επικοινωνήστε ελληνικά" verwendete Begriff....
  • CD, die... [Compact Disc] = το CD (το σιντί) (Plural: τα CDs [bzw.] τα CD *) (= ο ψηφιακός δίσκος κόμπακτ // ο δίσκος κόμπακτ // ο ψηφιακός δίσκος) *[s....
  • CELLIST, der / CELLISTIN, die... 1) der Cellist ° ο (βιολον)τσελίστας 2) die Cellistin ° η (βιολον)τσελίστρια ...
  • CELLOPHAN, das... [Markenname für: Zellophan / Zellglas] = το σελοφάν ...
Nachher:
  • CENTER, das... • das Kinocenter ° το συγκρότημα κινηματογραφικών αιθουσών ...
  • CEYLON... [nunmehr: Sri Lanka] = η Κεϋλάνη ...
  • CHAMPAGNE, die... [Region und Weinbaugebiet in Frankreich] = η Καμπανία (Gen.: της Καμπανίας) ...
  • CHAMPAGNER, der... = η σαμπάνια (Gen.: της σαμπάνιας) ...
  • CHANCE, die... 1) [iS von: günstige Gelegenheit]: η ευκαιρία: • Ihr Kind hat [mit diesem Prämiensparvertrag] die Möglichkeit,...
  • CHANCENGLEICHHEIT, die... [zB.:...
  • CHANCENLOS... • ich war chancenlos bei Anna / ich hatte keine Chance bei Anna [sc.:...
  • CHANCENREICH... = ελπιδοφόρος, -α, -ο: • ein anderer,...
  • CHAOS, das... 1) το χάος: • Überall [in der Schule] herrschte [am ersten Schultag] Chaos. ° Παντού επικρατούσε χάος. 2) Sonstiges:...