ARM, der


1) ο βραχίονας:

• ein senkrecht erhobener Arm [des Verkehrspolizisten bedeutet: "Halt"]  °  βραχίονας υψωμένος κατακόρυφα

• es [sc. das Gerät zum Obstpflücken] verfügt über vier Arme  °  διαθέτει τέσσερις βραχίονες

• Formell (Formal) sind die Moslembrüder [in Ägypten] eine Organisation, und ihr poli­ti­scher Arm ist die Freiheits- und Gerechtigkeitspartei.  °  Τυπικά, οι Αδελφοί Μουσουλ­μάνοι είναι οργάνωση και πολιτικός τους βραχίονας είναι τo Κόμμα Ελευθερίας και Δικαιοσύνης.


2) το μπράτσο:

• ich [weibl.] hatte einen Korb um den Arm gehängt  °  είχα ένα καλάθι περασμένο στο μπράτσο

• mit einem verschnürten Paket unter dem Arm  °  με ένα πακέτο δεμένο με σπάγγο κάτω από το μπράτσο

• er legt die Zeitung, die er unter seinem Arm [getragen] hatte, auf den Tisch  °  βάζει την εφημερίδα που είχε κάτω από το μπράτσο του πάνω στο τραπέζι

• Er wollte nicht einmal, dass mein Arm zu sehen ist, wenn ich [= eine Sängerin] am Pal­ko war. [so eifersüchtig war mein Verlobter auf mich]  °  Ούτε το μπράτσο μου δεν ήθελε να φαίνεται όταν ήμουνα στο πάλκο.

• Und als er die Arme um sie [= Maria] schlingen, sie an sich ziehen wollte, […]  °  Και όταν εκείνος θέλησε να τυλίξει τα μπράτσα του γύρω της, να την τραβήξει πάνω του, [...]

• sie legt ihre Hand auf Davids Arm  °  ακουμπάει το χέρι της στο μπράτσο του Ντέιβιντ   [DF+GF aus: Hauptmann: Suche …]

• die [= ihre (Leopoldines)] schmalen Kinderarme  °  τα λεπτά παιδικά μπράτσα της   [DF+GF aus: Schnitzler: Spiel]


3) το χέρι:

• ich streckte [im Gras liegend] faul Arme und Beine aus  °  άπλωσα τεμπέλικα χέρια και πόδια

• er legte seinen Arm um Annas Hüfte  °  πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Άννας

• Ich schlang meine Arme um seinen Hals und küsste ihn auf die linke Wange.  °  Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και τον φίλησα στο αριστερό μάγουλο.

• Er lehnt sich an die Wand und verschränkt die Arme.  °  Ακουμπάει στον τοίχο και σταυρώνει τα χέρια.

• seine Arme auf die Knie gestützt [fächelt er sich mit einem Kuvert Luft zu]  °  τα χέρια του στηριγμένα στα γόνατα

• Machen Sie [= Patient/in] bitte kurz Ihren linken Arm zum Blutdruckmessen frei?  °  Θα ελευθερώσετε, παρακαλώ, λίγο το αριστερό σας χέρι για τη μέτρηση της πίεσης;


4) Sonstiges:

• Der Bub hielt einen (Fuß-)Ball unter seinem Arm.  °  Το αγόρι κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του μια μπάλα.

• unter dem Arm [zB.: einen Stoß Zeitungen unter dem Arm tragen]  °  παραμάσχαλα  [bzw. auch:]  παραμάσκαλα

• die zwei Männer fielen einander [zur Begrüßung] in die Arme (= um den Hals)  °  οι δυο άντρες έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου

• Ich möchte dich fest in meine Arme schließen.  °  Θέλω να σε κλείσω σφιχτά στην αγκαλιά μου.

• Meine Eltern werden dich mit offenen Armen empfangen.  °  Οι γονείς μου θα σε υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες.

• Da [sc. wenn er nicht den Lift nahm, sondern die Stiegen benützte] bestand keine Ge­fahr, irgendeinem Kalotychos [= der Chefarzt des Spitals] in die Arme zu laufen [sc.: ihm ungewollt zufällig zu begegen].  °  Δεν κινδύνευε να πέσει πάνω σε κανέναν Καλότυχο.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• den Arm um die Schulter [etc.] legen: s. unter legen (Z 5)

• auf den Arm nehmen: s. unter Narr, der ("zum Narren halten")


Weitere Wörter: