ABHOLUNG, die


1) η παραλαβή:

• die Abholung eines Pakets vom Postamt  °  η παραλαβή ενός δέματος από το ταχυδρομείο


2) Sonstiges: 

• die Abholung, das Sortieren, der Transport und die Zustellung der (von) Post­sen­dun­gen [Umschreibung der Postdienste in einer EU-Richtlinie] °

°  η συλλογή, η διαλογή, η μεταφορά και η διανομή των ταχυδρομικών αντικειμένων


Weitere Wörter:

Nachher: