ABHOLEN


Übersicht:

1) παίρνω // Konstruktionen mit παίρνω:

    a) παίρνω

    b) περνώ να πάρω

    c) πάω να πάρω

    d) έρχομαι να πάρω (bzw.: έρχομαι και παίρνω)

2) παραλαμβάνω

3) Sonstiges


1) παίρνω // Konstruktionen mit παίρνω:

        a) παίρνω:

• Wir werden Sie vom Flughafen abholen.

Θα σας πάρουμε από το αεροδρόμιο.

• Könnten Sie ihn bitte abholen? [sc. Ihren kranken Sohn aus unserem Kindergarten]

Θα μπορούσατε να τον πάρετε παρακαλώ;

[DF+GF aus: Hueber-Kita]

• Allmählich hörte er auf, sich die Mühe zu machen, uns mittags von der Schule abzu­holen.

Σταδιακά έπαψε να μπαίνει στον κόπο να μας παίρνει από το σχολείο το μεσημέρι.

• Jeden Morgen holte uns Stelios vom Hotel ab und brachte uns in sein Büro.

Κάθε πρωί, ο Στέλιος μάς έπαιρνε από το ξενοδοχείο και μας πήγαινε στο γραφείο του.

• sie [= meine 10-jährige Tochter] würde Angst ha­ben, wenn ich nicht dort wäre [sc. beim vereinbarten Treff­punkt], um sie ab­zuholen

θα τρόμαζε αν δεν ήμουν εκεί να την πάρω

• Von wem wird Oliver denn heute [aus dem Kinder­garten] abgeholt? [wörtl.: Wer wird Oliver heute abholen?]

Ποιος θα πάρει τον Όλιβερ σήμερα;

[DF+GF aus: Hueber-Kita]


        b) περνώ να πάρω:

• Um 10 Uhr in der Früh (um 10 Uhr vor­mit­tags) werde ich dich abholen.

Στις 10 το πρωί θα περάσω να σε πάρω.

• Ich werde dich zum Essen(-gehen) abho­len.

Θα περάσω να σε πάρω για φαγητό.

• Hol mich gegen neun im Hotel (vom Hotel) ab.

Πέρασε να με πάρεις από το ξενοδοχείο κατά τις εννιά.

• Ich kam vorbei, um dich abzuholen. – [Reaktion:] Und wo werden wir hingehen?

Πέρασα να σε πάρω. – Και πού θα πάμε;


        c) πάω να πάρω:

• Morgen Früh wird er Elvira aus dem Kran­kenhaus abholen.

Αύριο το πρωί θα πάει να πάρει την Ελβίρα από το νοσοκομείο.


        d) έρχομαι να πάρω (bzw.: έρχομαι και παίρνω):

• In einer Stunde werde ich dich abholen (kom­men).

Σε μια ώρα θα ’ρθω να σε πάρω.

• Wirst du mich vom Flughafen abholen (kom­men)?

Θα ’ρθεις να με πάρεις από το αεροδρόμιο;

• Er holte mich (immer) von der Schule ab.

Ερχόταν να με πάρει απ’ το σχολείο.

• Kommen Sie [wörtl.: Sind Sie gekommen] [sc. hier­her ins Hotel], um Ihr Gepäck ab­zu­­holen?

Ήρθατε να πάρετε τις αποσκευές σας;

• Wir holen Sie (sehr) gern [mit dem Auto] ab. [Vor­schlag bzw. Angebot]

Πολύ ευχαρίστως να έρθουμε να σας πάρουμε.

• Seien Sie (doch) froh [wörtl.: Sie müssen froh sein], dass ich [weibl.] sie selbst ab­hole [sc. mei­ne Briefe (= τα γράμματα), hier aus Ihrem Büro]. So haben Sie sich das Porto [für die Post­zustellung an mich] er­spart.

Πρέπει να χαίρεστε που ήρθα και τα πήρα μόνη μου. Γλυτώσατε και τα ταχυδρομικά τέλη.

• S i e  kam [entweder] mich [bei mir zu Hause] abho­len, oder  i c h  ging sie von ihr zu Hause abholen.

Ερχόταν και με έπαιρνε εκείνη ή πήγαινα και την έπαιρνα εγώ απ’ το σπίτι της.

• Bitte holen Sie Helga [GF: sie] [= Ihre kranke Tochter] [aus unserem Kinder­garten] ab.

Να έρθετε σας παρακαλώ να την πάρετε.

[DF+GF aus: Hueber-Kita]

• Sollen wir einen Transport für Sie [= Pa­tient, der aus dem Spital entlassen wird] organisieren oder werden Sie abgeholt [wörtl.: oder wird Sie jemand abholen (kommen)]?

Να σας διοργανώσουμε μια μεταφορά ή θα έρθει να σας πάρει κανείς;

[DF+GF aus: Hueber-Pflege]

• Lucas, du wirst abgeholt! [wörtl.: Lucas, sie sind gekommen, um dich abzuholen (= sie kommen dich abholen = man holt dich ab)!] [Hinweis an ein Kind im Kinder­garten]

Λουκά, ήρθαν να σε πάρουν!

[DF+GF aus: Hueber-Kita]


2) παραλαμβάνω:

• Und es war der Briefträger [der an der Wohnungstür läutete]. Und er brachte mir die Ver­ständigung, dass ich das Buch von Stavros Kougioumtzis, das ich zwei Tage zuvor bestellt hatte, vom Postamt abholen könne.

Και ήταν ο ταχυδρόμος. Και μου έφερε την ειδο­ποίηση για να παραλάβω από το ταχυδρομείο το βιβλίο του Σταύρου Κουγιουμτζή που είχα παραγγεί­λει δύο ημέρες πριν.  

[GF aus einem Beitrag in einem Internet-Forum]

• Am Weg dorthin [sc. (mit dem Auto) zum Haus einer Bekannten] wollten ihn [sc. den (von der Polizei un­längst beschlag­nahm­ten) Hammer = το σφυρί] meine Freundin­nen vom Polizeirevier abholen.

Στη διαδρομή προς τα εκεί, οι φίλες μου θέλησαν να το παραλάβουν από το αστυνομικό τμήμα.

• Wer [außer Ihnen] darf Ihr Kind [GF: das Kind] sonst noch bei uns [= aus unserem Kindergar­ten] abholen?

Ποιος άλλος μπορεί να παραλάβει το παιδί από μας;   [DF+GF aus: Hueber-Kita]

• der Chauffeur, den Petros [hin-]geschickt hatte, um Kostas abzuholen, damit sie [Kostas und Petros] sich treffen, um sich über das Drehbuch [zu ihrem Film] zu unter­halten

ο οδηγός που είχε στείλει ο Πέτρος να παραλάβει τον Κώστα προκειμένου να συναντηθούν για να συζη­τή­σουν για το σενάριο

• An den Samstagabenden holte der kleine Skoda [sc. Anna in ihrem Auto] die zwei Junggesellen ab und fuhr zu irgendeinem kleinen κέντρο.

Τα σαββατόβραδα, η μικρή Σκόντα παρελάμβανε τους δυο εργένηδες και τραβούσε για κανένα κεντράκι.

• sie [sc. die Männer] werden [mit Auto­bus­sen] von zu Hause abgeholt [und an ihren Einsatzort gebracht]

παραλαμβάνονται από τα σπίτια τους

• Bis [spätestens] 18 Uhr müssen die Kin­der [aus unse­rem Kinder­garten] abgeholt werden, da unsere Einrich­tung dann schließt.

Τα παιδιά πρέπει να παραλαμβάνονται το αργότερο έως τις 6 το απόγευμα επειδή η μονάδα μας κλείνει τότε. 

[DF+GF aus: Hueber-Kita]

• […], dass Luigi [Kindergartenkind] heute von jemand anderem [als sonst] abgeholt wird.

[...] ότι ο Λουίτζι σήμερα θα παραληφθεί από κάποιον άλλον.   [DF+GF aus: Hueber-Kita]


3) Sonstiges:

• Sie brauchte jemanden, der ihr dunkles Kostüm in die Putzerei bringt und wieder (ab)holt.  °  Χρειαζόταν κάποιον να πάει το σκούρο της ταγιέρ στο καθαριστήριο και να το φέρει πάλι.

• In dieser Zeit [sc. während der Mittagsruhe (13 bis 15 Uhr)] sollten die Kinder nicht [aus unserem Kindergarten] abgeholt werden.  °  Προτιμάμε τα παιδιά να μην αναχωρούν εκείνη την ώρα.*   [DF+GF aus: Hueber-Kita]

• Die Abholkinder [sc. jene Kinder, die nur bis mittags im Kindergarten bleiben] müssen bis 13 Uhr [aus unserem Kindergarten] abgeholt werden.  °  Τα παιδιά που θα φύγουν θα πρέπει να αναχωρούν έως τις 1 [korrekt wohl: έως τη 1] το μεσημέρι.*   [DF+GF aus: Hueber-Kita]

*[Anm.: hier also (sehr) freie Wiedergabe des Begriffs "abholen" durch den Ausdruck "αναχωρώ" = weggehen, (den Ort) verlassen]

• das Abholen: vgl. Abholung, die


Weitere Wörter:

Nachher: