AMPUTATION, die


=  ο ακρωτηριασμός:

• Die Chirurgen ließen ihm [= dem Verletzten] die Wahl [wörtl.: ließen ihn wählen] zwi­schen einem sicheren Tod und einer Amputation seines Arms.  °  Οι χειρουργοί, τον άφησαν να εκλέξει [= διαλέξει / επιλέξει] ανάμεσα σε ένα σίγουρο θάνατο και ένα[ν] ακρωτηριασμό του βραχίονός του. [Anm.: "βραχίονος" als Genitiv von "ο βραχίων" (= ο βραχίονας)]


Weitere Wörter: