ηχορρύπανση, η [bzw.] ηχορύπανση, η
1. zur Schreibweise:
- η ηχορρύπανση [ΛΜΠ]
- η ηχορύπανση [ΛΚΝ]
2. Bedeutung / Begriffsinhalt: der Lärm
vgl. folgenden Abschnitt in Κ. Αμπελιώτης κ.ά.: Οικιακή Οικονομία (Β' Γυμνασίου), σ. 89:
Η ηχορρύπανση στο αστικό περιβάλλον: Μια χαρακτηριστική επίπτωση του αστικού τρόπου ζωής είναι ο θόρυβος ή ηχορρύπανση. Η ηχορρύπανση υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής των κατοίκων των μεγάλων πόλεων σε πολύ μεγάλο βαθμό. Οι σημαντικότερες πηγές θορύβου στις πόλεις είναι τα μέσα μεταφοράς (π.χ. αυτοκίνητα, μηχανάκια και αεροπλάνα), [...], οι βιομηχανίες και ορισμένες ψυχαγωγικές δραστηριότητες (π.χ. υπαίθρια κέντρα διασκέδασης). [...] Ο θόρυβος δημιουργεί προβλήματα στο ακουστικό σύστημα των ανθρώπων, άγχος και εκνευρισμό. |
Weitere Wörter:
Vorher
- ΗΛΙ...ηλί Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί (auch: Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί *): Τα λόγια του Ιησού πριν παραδώσει το πνεύμα του πάνω στο σταυρό....
- ΗΛΙΚΙΑ, η...ηλικία, η • η μικρότερη αδελφή της Χρυσάνθης, που θα ’χε τώρα λίγο παραπάνω απ’ την ηλικία της Ιουλίας ° Chryssanthes jüngere Schwester,...
- ΗΛΙΟΣ, ο...ήλιος, ο δεν έχει στον ήλιο μοίρα [bzw.] ζητώ στον ήλιο μοίρα: s. unter μοίρα, η (Z 2) ...
- ΗΜΑΡΤΟΝ...ήμαρτον (= a) αμάρτησα / έκανα παράπτωμα // b) μετανοώ / έλεος / συγγνώμη [ΛΤΣ]) - Χρησιμοποιείται, όπως και παλαιότερα,...
- ΗΜΑΣ...ημάς (τα) καθ’ ήμας: s. unter καθ’ (Z 1) ...
- ΗΜΕΡΑ, η...ημέρα, η s. μέρα, η ...
- ΗΜΙΦΟΡΤΗΓΟ, το...ημιφορτηγό, το = a) (κλειστό αυτοκίνητο) der Transporter / b) (με εξωτερική πλατφόρμα, για δύο επιβάτες) der Pickup [Pons online] // der Lieferwagen [Eideneier,...
- ΗΣΥΧΟΣ, -η, -ο...ήσυχος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: ruhig, still 2. αφήνω ήσυχο (-η, -ο) ° in Ruhe lassen: • Άφησε ήσυχη την Άννα. ° Lass Anna in Ruhe....
- ΗΧΕΙΟ, το...ηχείο, το = die Lautsprecherbox [vgl. die Beschreibung eines Radiorecorders: "2 ηχεία – 4 μεγάφωνα"] ...
- ΗΧΗΡΟΣ, -ή, -ό...ηχηρός, -ή, -ό • ηχηρά σύμφωνα ° stimmhafte Konsonanten [Anm.: zur Begriffsbestimmung s. unter άηχος, -η,...
Nachher:
- ΘΑ...θα Bedeutungsübersicht: 1) Ausdruck eines in der Zukunft liegenden Geschehens ("wird") 2) Konjunktiv ("würde" etc.) 3) sollen / müssen / zu … haben [Gebot,...
- ΘΑΒΩ...θάβω • Θεία, εσύ θα μας θάψεις όλους. ° Tante, du wirst uns noch alle überleben. [und nicht bald sterben, wie du prophezeist] [GF+DF aus:...
- ΘΑΛΑΣΣΑ, η...θάλασσα, η τα κάνω θάλασσα: • Τα είχα κάνει όλα θάλασσα! ° Alles hatte ich [durch meine Dummheit / Unbedachtsamkeit] vermasselt! [DF+GF aus: Friedrich:...
- ΘΑΝ...θαν = θα: • Θαν ακούγω τους αγορίστικους τόνους της [= της φωνής σου] και θάναι [= θα ’ναι] σαν ν’ ακούγω μια γάργαρη φλέβα νερού, [......
- ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ, -η, -ο...θανάσιμος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: tödlich 2. μισώ θανάσιμα: • Οι φαντάροι τούς μισούν θανάσιμα γιατί κρατούν με μπαμπεσιά τα ελληνικά Δωδεκάνησα....
- ΘΑΥΜΑ, το...θαύμα, το • Η Εύθα – ένα θαύμα πώς δεν έπεσε απ’ τις σκάλες – έτρεξε στο χάνι....
- ΘΕ ΝΑ...θε να (ebenso: θενά) = θα / πρόκειται να [ΛΜΠ, S. 1170, Pkt. 18, bzw. S. 750 // ΛΓΙΟ, S. 732 (unter "θέλω", Pkt. 7): θε να = θα] 1. Beispiele:...
- ΘΕΛΗΜΑ, το...θέλημα, το • έκαναν θελήματα, δούλευαν λούστροι κι εφημεριδοπώλες ° ...[sie waren Straßenjungen],...
- ΘΕΛΩ...θέλω Übersicht: 1. [...], αν θέλεις / [...], αν θέλετε 2. πού θες να ... [bzw.] τι θες να ... [bzw.] πώς θες να ... 3.1. τι ήθελα να ...; [bzw.] τι ήθελα και .....