θανάσιμος, -η, -ο


1. Grundbedeutung:

tödlich


2. μισώ θανάσιμα:

• Οι φαντάροι τούς μισούν θανάσιμα γιατί κρατούν με μπαμπεσιά τα ελληνικά Δωδεκάνησα.  °  Unsere Leute [sc. die griechischen Soldaten] hassen sie [sc. die Italiener] auf den Tod, weil sie den griechischen Dodekanes voll Hinterlist besetzt halten.   [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΗΜΕΡΑ, η...ημέρα, η s. μέρα, η ...
  • ΗΜΙΦΟΡΤΗΓΟ, το...ημιφορτηγό, το = a) (κλειστό αυτοκίνητο) der Transporter / b) (με εξωτερική πλατφόρμα, για δύο επιβάτες) der Pickup [Pons online] // der Lieferwagen [Eideneier,...
  • ΗΣΥΧΟΣ, -η, -ο...ήσυχος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: ruhig, still 2. αφήνω ήσυχο (-η, -ο) ° in Ruhe lassen: • Άφησε ήσυχη την Άννα. ° Lass Anna in Ruhe....
  • ΗΧΕΙΟ, το...ηχείο, το = die Lautsprecherbox [vgl. die Beschreibung eines Radiorecorders: "2 ηχεία – 4 μεγάφωνα"] ...
  • ΗΧΗΡΟΣ, -ή, -ό...ηχηρός, -ή, -ό • ηχηρά σύμφωνα ° stimmhafte Konsonanten [Anm.: zur Begriffsbestimmung s. unter άηχος, -η,...
  • ΗΧΟΡΡΥΠΑΝΣΗ, η [bzw.] ΗΧΟΡΥΠΑΝΣΗ, η...ηχορρύπανση, η [bzw.] ηχορύπανση, η 1. zur Schreibweise: - η ηχορρύπανση [ΛΜΠ] - η ηχορύπανση [ΛΚΝ] 2. Bedeutung / Begriffsinhalt: der Lärm vgl....
  • ΘΑ...θα Bedeutungsübersicht: 1) Ausdruck eines in der Zukunft liegenden Geschehens ("wird") 2) Konjunktiv ("würde" etc.) 3) sollen / müssen / zu … haben [Gebot,...
  • ΘΑΒΩ...θάβω • Θεία, εσύ θα μας θάψεις όλους. ° Tante, du wirst uns noch alle überleben. [und nicht bald sterben, wie du prophezeist] [GF+DF aus:...
  • ΘΑΛΑΣΣΑ, η...θάλασσα, η τα κάνω θάλασσα: • Τα είχα κάνει όλα θάλασσα! ° Alles hatte ich [durch meine Dummheit / Unbe­dacht­sam­keit] vermasselt! [DF+GF aus: Friedrich:...
  • ΘΑΝ...θαν = θα: • Θαν ακούγω τους αγορίστικους τόνους της [= της φωνής σου] και θάναι [= θα ’ναι] σαν ν’ ακούγω μια γάργαρη φλέβα νερού, [......
Nachher:
  • ΘΑΥΜΑ, το...θαύμα, το • Η Εύθα – ένα θαύμα πώς δεν έπεσε απ’ τις σκάλες – έτρεξε στο χάνι....
  • ΘΕ ΝΑ...θε να (ebenso: θενά) = θα / πρόκειται να [ΛΜΠ, S. 1170, Pkt. 18, bzw. S. 750 // ΛΓΙΟ, S. 732 (unter "θέλω", Pkt. 7): θε να = θα] 1. Beispiele:...
  • ΘΕΛΗΜΑ, το...θέλημα, το • έκαναν θελήματα, δούλευαν λούστροι κι εφημεριδοπώλες ° ...[sie waren Straßen­jungen],...
  • ΘΕΛΩ...θέλω Übersicht: 1. [...], αν θέλεις / [...], αν θέλετε 2. πού θες να ... [bzw.] τι θες να ... [bzw.] πώς θες να ... 3.1. τι ήθελα να ...; [bzw.] τι ήθελα και .....
  • ΘΕΜΑ, το...θέμα, το 1. Grundbedeutungen: - das Thema - die Angelegenheit - [in der Musik]:...
  • ΘΕΟΔΙΚΙΑ, η...θεοδικία, η = die Theodizee: Το αρχαίο πρόβλημα της θεοδικίας παραμένει άλυτο:...
  • ΘΕΟΣ, ο...Θεός, ο [bzw.] θεός, ο 1. έχει ο Θεός [bzw.] έχει ο θεός: παρηγορητική φράση προς κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση,...
  • ΘΕΡΕΤΡΟ, το...θέρετρο, το • der weltbekannte (international bekannte) Urlaubsort (Ferienort) Puket in Thailand ° το διεθνούς φήμης θέρετρο Πούκετ της Ταϊλάνδης [Anm.:...
  • ΘΕΡΙΖΩ...θερίζω a) [intransitiv]: grassieren, wüten: [Anm.: ΛΜΠ verzeichnet allerdings nur eine transitive Verwendung] • ... [άτομα],...