θερμόαιμος, -η, -ο
• κάποιοι θερμόαιμοι ° einige Hitzköpfe [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ, -η, -ο...θανάσιμος, -η, -ο 1. Grundbedeutung: tödlich 2. μισώ θανάσιμα: • Οι φαντάροι τούς μισούν θανάσιμα γιατί κρατούν με μπαμπεσιά τα ελληνικά Δωδεκάνησα....
- ΘΑΥΜΑ, το...θαύμα, το • Η Εύθα – ένα θαύμα πώς δεν έπεσε απ’ τις σκάλες – έτρεξε στο χάνι....
- ΘΕ ΝΑ...θε να (ebenso: θενά) = θα / πρόκειται να [ΛΜΠ, S. 1170, Pkt. 18, bzw. S. 750 // ΛΓΙΟ, S. 732 (unter "θέλω", Pkt. 7): θε να = θα] 1. Beispiele:...
- ΘΕΛΗΜΑ, το...θέλημα, το • έκαναν θελήματα, δούλευαν λούστροι κι εφημεριδοπώλες ° ...[sie waren Straßenjungen],...
- ΘΕΛΩ...θέλω Übersicht: 1. [...], αν θέλεις / [...], αν θέλετε 2. πού θες να ... [bzw.] τι θες να ... [bzw.] πώς θες να ... 3.1. τι ήθελα να ...; [bzw.] τι ήθελα και .....
- ΘΕΜΑ, το...θέμα, το 1. Grundbedeutungen: - das Thema - die Angelegenheit - [in der Musik]:...
- ΘΕΟΔΙΚΙΑ, η...θεοδικία, η = die Theodizee: Το αρχαίο πρόβλημα της θεοδικίας παραμένει άλυτο:...
- ΘΕΟΣ, ο...Θεός, ο [bzw.] θεός, ο 1. έχει ο Θεός [bzw.] έχει ο θεός: παρηγορητική φράση προς κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση,...
- ΘΕΡΕΤΡΟ, το...θέρετρο, το • der weltbekannte (international bekannte) Urlaubsort (Ferienort) Puket in Thailand ° το διεθνούς φήμης θέρετρο Πούκετ της Ταϊλάνδης [Anm.:...
- ΘΕΡΙΖΩ...θερίζω a) [intransitiv]: grassieren, wüten: [Anm.: ΛΜΠ verzeichnet allerdings nur eine transitive Verwendung] • ... [άτομα],...
Nachher:
- ΘΕΣ...θες = θέλεις [s. θέλω ] ...
- ΘΕΣΗ, η...θέση, η 1. Grundbedeutungen: der Platz, die Stelle, die Lage, die Position, die Stellung, der Standpunkt u.a. 2. παίρνω θέση: a) Stellung nehmen:...
- ΘΕΤΩ...θέτω 1. Grundbedeutungen: setzen, legen, stellen 2. [in Bezug auf Äußerungen]: • Η ίδια το θέτει αλλιώς: "[...]" ° Sie selbst [sc. die Frau,...
- ΘΟΛΟΣ, -ή, -ό...θολός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: - trübe - verschwommen 2.1. ψαρεύουν στα θολά: φράση που χρησιμοποιείται για κείνους,...
- ΘΟΛΩΝΩ...θολώνω • Τα μάτια της θόλωσαν από νοσταλγία. ° Vor Nostalgie stiegen ihr [= der alten Frau] Tränen in die Augen. [GF+DF aus:...
- ΘΡΗΣΚΕΙΑ, η...θρησκεία, η = die Religion Begriffsbestimmung: Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό της θρησκείας,...
- ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ, το...θρήσκευμα, το Begriffsbestimmung: Θρήσκευμα είναι οι δοξασίες, οι πίστεις, οι λατρευτικοί τύποι και οι ηθικοδιδασκαλίες μιας θρησκείας. [Ιάσων Ευαγγέλου:...
- ΘΡΗΣΚΟΛΗΠΤΟΣ, -η, -ο...θρησκόληπτος, -η, -ο • Μήπως είναι κανένας θρησκόληπτος; Μήπως είναι μέλος καμιάς μυστικής αίρεσης; ° Ist er etwa ein religiöser Fanatiker?...
- ΘΥΜΑΜΑΙ...θυμάμαι [Anm.: θυμάμαι ist zu unterscheiden von θυμίζω!] Übersicht: 1) sich erinnern (können) (an … = Akk.) / noch [bzw.:...