κιόλας
1) schon, bereits:
• Ήταν κιόλας περασμένες έξι. ° Es war schon (bereits) sieben [Uhr] vorbei.
• Την πρώτη κιόλας μέρα έμαθα ότι [...] ° Schon (Bereits) am ersten Tag erfuhr ich, dass [...]
2) auch / darüber hinaus / zudem / auch noch [etc.]:
• Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχε πάρει κιόλας γερό κρύωμα, [...] ° Und als ob das nicht schon [schlimm] genug wäre [dass er am nächsten Tag früh aufstehen musste, um in die Stadt zu fahren], hatte er sich zudem eine deftige Erkältung eingehandelt, […] // Und als ob das nicht schon gereicht hätte, hatte er sich auch noch eine schwere Erkältung zugezogen, […] [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
• καθώς χειμώνιαζε κιόλας ° zumal es Winter wurde [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΕΦΑΛΑΙΟ, το (ΙΙ) (= κεφαλαίο, το) ...κεφαλαίο, το [Anm.: το κεφαλαίο ist zu unterscheiden von: το κεφάλαιο!] = der Großbuchstabe ...
- ΚΕΦΑΛΙ, το...κεφάλι, το 1. Grundbedeutung: der Kopf 2. σκύβω κεφάλι: • χώρια που ο Τόμας δεν έσκυβε κεφάλι ° abgesehen davon,...
- ΚΕΦΑΤΟΣ, -η, -ο...κεφάτος, -η, -ο • "[…]" της απάντησε κεφάτος. ° "[…]" hatte er ihr vergnügt geantwortet. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Ήμασταν ένας δημιουργικός κεφάτος λαός [......
- ΚΕΦΙ, το...κέφι, το 1. Grundbedeutungen: a) die gute Laune, die gute Stimmung [etc.] b) die Lust [auf etwas] 2. φτιάχνω το κέφι (σε κάποιον): [Anm.: im selben Sinne:...
- ΚΙΒΩΤΟΣ, η...κιβωτός, η 1. Grundbedeutung: die Arche 2. zur metaphorischen Verwendung des Ausdrucks:...
- ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ, το...κιγκλίδωμα, το a) das Geländer b) das Gitter ...
- ΚΙΝΗΜΑ, το...κίνημα, το 1. Grundbedeutungen: a) die Bewegung [als Zusammenschluss von Personen] – zB.: • Έλαβε ενεργό μέρος στο αντιστασιακό κίνημα....
- ΚΙΝΗΣΗ, η...κίνηση, η 1) die Bewegung 2) der Verkehr 3) das Treiben, der Betrieb [iS von: Treiben] [etc.] zB.:...
- ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...κινητοποίηση, η • vgl. zum Begriffsinhalt: Οι κινητοποιήσεις αυτές [με άξονα τα περιβαλλοντικά προβλήματα] περιελάμβαναν διαδηλώσεις, απεργίες,...
- ΚΙΝΩ...κινώ (-είς) • Αν δεν κινηθούμε εμείς που περιπλανηθήκαμε τόσο στην αφρικανική ήπειρο, αυτή θα παραμείνει θύμα της ευρωπαϊκής απληστίας....
Nachher:
- ΚΙΧ, το...κιχ, το • Κιχ δεν πρόλαβα να βγάλω, σκεφτόταν ο Σωτήρης αργότερα. ° Keinen Mucks konnte ich machen [iS von: kein Wort bin ich dazugekommen,...
- ΚΛΑΔΑΚΙ, το...κλαδάκι, το = das Zweiglein, der kleine Zweig: • ένα μικρό ξερό κλαδάκι ° ein kleines trockenes Zweiglein [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [......
- ΚΛΕΙΔΙ, το...κλειδί, το 1. Grundbedeutung: der Schlüssel 2. φηλί κλειδί [bzw.] φηλί-κλειδί: s. unter φηλί, το ...
- ΚΛΕΙΔΩΝΩ...κλειδώνω 1. Grundbedeutung: zusperren, versperren, abschließen: • Έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κι έχωσα το κλειδί στην τσέπη μου....
- ΚΛΕΙΝΩ...κλείνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. vereinbaren / abmachen // reservieren 3. κλείνω τη δουλειά [bzw.] κλείνει η δουλειά 4. [in Verbindung mit Zeit- bzw....
- ΚΛΗΘΗΚΑ...κλήθηκα s. καλώ ...
- ΚΛΗΘΩ (θα, να, ...)...κληθώ (-είς) (θα, να, ...) s. καλώ ...
- ΚΛΙΜΑΚΑ, η...κλίμακα, η = [u.a.:] 1) das Ausmaß / der Umfang / der Maßstab / die Größenordnung [etc.]:...
- ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...