κλίμακα, η


=  [u.a.:]

1) das Ausmaß / der Umfang / der Maßstab / die Größenordnung [etc.]:

• σε μικρότερη κλίμακα

in kleinerem Ausmaß (Umfang / Maßstab) [als er habe auch ich ständig Reisen unter­nommen – sc.: er in ganz Europa, ich inner­halb Österreichs]

• μία μεγάλης κλίμακας έρευνα του 2002

eine große Umfrage aus dem Jahr 2002

[bzw.]

a large 2002 survey

[GF, EF und DF aus: Eisenstein]

• η διενέργεια μεγάλης κλίμακας διαρθρωτικών βελτιώσεων

umfassende Struktur­ver­besserungen [wörtl.: die Durchführung struktureller Ver­besserungen großen Umfangs (großen Aus­maßes)]  

[bzw.]

comprehensive structural improvements

[GF (Übersetzung lt. Buch von Χρ. Κάτσικας), DF + EF aus einem Dokument des Euro­pä­i­schen Rates]

• τη δυνατότητα μιας τεχνολογικής επίθεσης ευρείας κλίμακας

die Chance [Akk.] einer breit angelegten technolo­gi­schen Offensive

[DF+GF aus: Lafontaine/Müller: Globalisierung]


2) die Ebene / das Niveau / der Maßstab [etc.]:

• μια απαρχή για περισσότερη ισότητα σε παγκόσμια κλίμακα


ein Anfang (Ausgangspunkt) für mehr Gleichheit auf weltweiter Ebene (auf welt­weitem Niveau / in welt­weitem Maßstab / weltweit)

• [...] και παρέχουν πληροφορίες ουσιαστι­κής σημασίας για την περιγραφή και την κατανόηση του αντίκτυπου των παράνο­μων ναρκωτικών σε εθνική κλίμακα.

Sie [sc. die in den europäischen Ländern durchge­führten nationalen Forschungs­arbeiten zur Drogen­problematik] dienen der Ermittlung von Daten für die Beschrei­bung und das Verständnis der landeswei­ten Auswirkungen illegaler Drogen* (der Aus­wirkungen illegaler Drogen auf nationa­ler Ebene / auf nationa­lem Niveau).

[GF (*) + DF aus einer Publikation der EU]

• Κατά κάποιον τρόπο η Ζυλιέτ έγινε ηρωίδα, αλλά σε μια άλλη κλίμακα μικρών, ποταπών πραγμάτων.

In gewisser Weise wurde Juliette zur Heldin, aber auf einem anderen Niveau*, dem der kleinen, nieder­trächtigen Dinge.  [GF+DF aus: Όσες φορές]

*[alternative Übersetzungsmöglichkeit: 

aber auf einer anderen Ebene]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...κινητοποίηση, η • vgl. zum Begriffsinhalt: Οι κινητοποιήσεις αυτές [με άξονα τα περιβαλλοντικά προβλήματα] περιελάμβαναν διαδηλώσεις, απεργίες,...
  • ΚΙΝΩ...κινώ (-είς) • Αν δεν κινηθούμε εμείς που περιπλανηθήκαμε τόσο στην αφρικανική ήπειρο, αυτή θα παραμείνει θύμα της ευρωπαϊκής απληστίας....
  • ΚΙΟΛΑΣ...κιόλας 1) schon, bereits: • Ήταν κιόλας περασμένες έξι. ° Es war schon (bereits) sieben [Uhr] vorbei. • Την πρώτη κιόλας μέρα έμαθα ότι [......
  • ΚΙΧ, το...κιχ, το • Κιχ δεν πρόλαβα να βγάλω, σκεφτόταν ο Σωτήρης αργότερα. ° Keinen Mucks konnte ich machen [iS von: kein Wort bin ich dazugekommen,...
  • ΚΛΑΔΑΚΙ, το...κλαδάκι, το = das Zweiglein, der kleine Zweig: • ένα μικρό ξερό κλαδάκι ° ein kleines trockenes Zweiglein [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [......
  • ΚΛΕΙΔΙ, το...κλειδί, το 1. Grundbedeutung: der Schlüssel 2. φηλί κλειδί [bzw.] φηλί-κλειδί: s. unter φηλί, το ...
  • ΚΛΕΙΔΩΝΩ...κλειδώνω 1. Grundbedeutung: zusperren, versperren, abschließen: • Έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κι έχωσα το κλειδί στην τσέπη μου....
  • ΚΛΕΙΝΩ...κλείνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. vereinbaren / abmachen // reservieren 3. κλείνω τη δουλειά [bzw.] κλείνει η δουλειά 4. [in Verbindung mit Zeit- bzw....
  • ΚΛΗΘΗΚΑ...κλήθηκα s. καλώ ...
  • ΚΛΗΘΩ (θα, να, ...)...κληθώ (-είς) (θα, να, ...) s. καλώ ...
Nachher:
  • ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ, η...κλιμάκωση,...
  • ΚΛΟΥΒΑ, η...κλούβα, η • μας φόρτωσαν σε μια κλούβα ° wir [sc....
  • ΚΟΒΩ...κόβω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. κόβω εισιτήρια / αποδείξεις / τιμολόγια κτλ. 3. [in Zusammenhang mit Wegstrecken] 4. [ένα φαγητό] κόβει 5....
  • ΚΟΙΝΟ, το...κοινό, το 1. Grundbedeutungen: - die Öffentlichkeit - das Publikum - die Gemeinsamkeit: • Είχαμε πολλά κοινά οι δυο μας....
  • ΚΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...κοινός, -ή, -ό 1. Bedeutungen allgemein: a) gemeinsam b) öffentlich c) gewöhnlich d) Sonstiges:...
  • ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοινωνικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) gesellschaftlich b) sozial [bzw.] Sozial- 2. το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
  • ΚΟΙΝΩΣ...κοινώς s. unter κοινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΚΟΙΤΑΖΩ...κοιτάζω (bzw.) κοιτώ (-άς) Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κοίτα(ξε) να δεις, ... 3.1. κοίτα [+ Substantiv] (incl. κοίτα πράγματα) 3.2. για κοίτα 3.3....