κλειδί, το
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΕΦΙ, το...κέφι, το 1. Grundbedeutungen: a) die gute Laune, die gute Stimmung [etc.] b) die Lust [auf etwas] 2. φτιάχνω το κέφι (σε κάποιον): [Anm.: im selben Sinne:...
- ΚΙΒΩΤΟΣ, η...κιβωτός, η 1. Grundbedeutung: die Arche 2. zur metaphorischen Verwendung des Ausdrucks:...
- ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ, το...κιγκλίδωμα, το a) das Geländer b) das Gitter ...
- ΚΙΝΗΜΑ, το...κίνημα, το 1. Grundbedeutungen: a) die Bewegung [als Zusammenschluss von Personen] – zB.: • Έλαβε ενεργό μέρος στο αντιστασιακό κίνημα....
- ΚΙΝΗΣΗ, η...κίνηση, η 1) die Bewegung 2) der Verkehr 3) das Treiben, der Betrieb [iS von: Treiben] [etc.] zB.:...
- ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...κινητοποίηση, η • vgl. zum Begriffsinhalt: Οι κινητοποιήσεις αυτές [με άξονα τα περιβαλλοντικά προβλήματα] περιελάμβαναν διαδηλώσεις, απεργίες,...
- ΚΙΝΩ...κινώ (-είς) • Αν δεν κινηθούμε εμείς που περιπλανηθήκαμε τόσο στην αφρικανική ήπειρο, αυτή θα παραμείνει θύμα της ευρωπαϊκής απληστίας....
- ΚΙΟΛΑΣ...κιόλας 1) schon, bereits: • Ήταν κιόλας περασμένες έξι. ° Es war schon (bereits) sieben [Uhr] vorbei. • Την πρώτη κιόλας μέρα έμαθα ότι [......
- ΚΙΧ, το...κιχ, το • Κιχ δεν πρόλαβα να βγάλω, σκεφτόταν ο Σωτήρης αργότερα. ° Keinen Mucks konnte ich machen [iS von: kein Wort bin ich dazugekommen,...
- ΚΛΑΔΑΚΙ, το...κλαδάκι, το = das Zweiglein, der kleine Zweig: • ένα μικρό ξερό κλαδάκι ° ein kleines trockenes Zweiglein [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [......
Nachher:
- ΚΛΕΙΔΩΝΩ...κλειδώνω 1. Grundbedeutung: zusperren, versperren, abschließen: • Έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κι έχωσα το κλειδί στην τσέπη μου....
- ΚΛΕΙΝΩ...κλείνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. vereinbaren / abmachen // reservieren 3. κλείνω τη δουλειά [bzw.] κλείνει η δουλειά 4. [in Verbindung mit Zeit- bzw....
- ΚΛΗΘΗΚΑ...κλήθηκα s. καλώ ...
- ΚΛΗΘΩ (θα, να, ...)...κληθώ (-είς) (θα, να, ...) s. καλώ ...
- ΚΛΙΜΑΚΑ, η...κλίμακα, η = [u.a.:] 1) das Ausmaß / der Umfang / der Maßstab / die Größenordnung [etc.]:...
- ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...
- ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ, η...κλιμάκωση,...
- ΚΛΟΥΒΑ, η...κλούβα, η • μας φόρτωσαν σε μια κλούβα ° wir [sc....
- ΚΟΒΩ...κόβω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. κόβω εισιτήρια / αποδείξεις / τιμολόγια κτλ. 3. [in Zusammenhang mit Wegstrecken] 4. [ένα φαγητό] κόβει 5....