κιχ, το


• Κιχ δεν πρόλαβα να βγάλω, σκεφτόταν ο Σωτήρης αργότερα.  °  Keinen Mucks konnte ich machen [iS von: kein Wort bin ich dazugekommen, zu sagen (so viel hat mein Be­kannter geredet, und so schnell ist er dann wieder gegangen)], dachte Sotiris später.   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΕΦΑΛΙ, το...κεφάλι, το 1. Grundbedeutung: der Kopf 2. σκύβω κεφάλι: • χώρια που ο Τόμας δεν έσκυβε κεφάλι ° abgesehen davon,...
  • ΚΕΦΑΤΟΣ, -η, -ο...κεφάτος, -η, -ο • "[…]" της απάντησε κεφάτος. ° "[…]" hatte er ihr vergnügt geantwortet. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • Ήμασταν ένας δημιουργικός κεφάτος λαός [......
  • ΚΕΦΙ, το...κέφι, το 1. Grundbedeutungen: a) die gute Laune, die gute Stimmung [etc.] b) die Lust [auf etwas] 2. φτιάχνω το κέφι (σε κάποιον): [Anm.: im selben Sinne:...
  • ΚΙΒΩΤΟΣ, η...κιβωτός, η 1. Grundbedeutung: die Arche 2. zur metaphorischen Verwendung des Ausdrucks:...
  • ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ, το...κιγκλίδωμα, το a) das Geländer b) das Gitter ...
  • ΚΙΝΗΜΑ, το...κίνημα, το 1. Grundbedeutungen: a) die Bewegung [als Zusammenschluss von Personen] – zB.: • Έλαβε ενεργό μέρος στο αντιστασιακό κίνημα....
  • ΚΙΝΗΣΗ, η...κίνηση, η 1) die Bewegung 2) der Verkehr 3) das Treiben, der Betrieb [iS von: Treiben] [etc.] zB.:...
  • ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ, η...κινητοποίηση, η • vgl. zum Begriffsinhalt: Οι κινητοποιήσεις αυτές [με άξονα τα περιβαλλοντικά προβλήματα] περιελάμβαναν διαδηλώσεις, απεργίες,...
  • ΚΙΝΩ...κινώ (-είς) • Αν δεν κινηθούμε εμείς που περιπλανηθήκαμε τόσο στην αφρικανική ήπειρο, αυτή θα παραμείνει θύμα της ευρωπαϊκής απληστίας....
  • ΚΙΟΛΑΣ...κιόλας 1) schon, bereits: • Ήταν κιόλας περασμένες έξι. ° Es war schon (bereits) sieben [Uhr] vorbei. • Την πρώτη κιόλας μέρα έμαθα ότι [......
Nachher:
  • ΚΛΑΔΑΚΙ, το...κλαδάκι, το = das Zweiglein, der kleine Zweig: • ένα μικρό ξερό κλαδάκι ° ein kleines trockenes Zweiglein [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [......
  • ΚΛΕΙΔΙ, το...κλειδί, το 1. Grundbedeutung: der Schlüssel 2. φηλί κλειδί [bzw.] φηλί-κλειδί: s. unter φηλί, το ...
  • ΚΛΕΙΔΩΝΩ...κλειδώνω 1. Grundbedeutung: zusperren, versperren, abschließen: • Έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κι έχωσα το κλειδί στην τσέπη μου....
  • ΚΛΕΙΝΩ...κλείνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. vereinbaren / abmachen // reservieren 3. κλείνω τη δουλειά [bzw.] κλείνει η δουλειά 4. [in Verbindung mit Zeit- bzw....
  • ΚΛΗΘΗΚΑ...κλήθηκα s. καλώ ...
  • ΚΛΗΘΩ (θα, να, ...)...κληθώ (-είς) (θα, να, ...) s. καλώ ...
  • ΚΛΙΜΑΚΑ, η...κλίμακα, η = [u.a.:] 1) das Ausmaß / der Umfang / der Maßstab / die Größenordnung [etc.]:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ, η...κλιμάκωση,...