κόβω


Übersicht:

1. Grundbedeutungen

2. κόβω εισιτήρια / αποδείξεις / τιμολόγια κτλ.

3. [in Zusammenhang mit Wegstrecken]

4. [ένα φαγητό] κόβει

5. [als Ausdruck von Ermüdung etc.]:

    a) κάτι μου κόβει ένα μέρος του σώματός μου (π.χ. πόδια, χέρια, ώμους, μέση κτλ.)

    b) κόβομαι

    c) κομμένος, -η, -ο

6. κόβω το κεφάλι μου: s. unter κεφάλι, το (Z 4)

7. κόψε το(ν) λαιμό σου!: s. unter λαιμός, ο (Z 3)

8. κόφ’ το! / κόψ’ το!

9. Sonstiges


1. Grundbedeutungen:

- [etwas] schneiden; abschneiden // [intransitiv:] schneiden [zB. ein Messer]

- abbrechen [zB. einen Zweig]; pflücken [zB. eine Blume]; fällen [zB. einen Baum]

sich [etwas] abgewöhnen

u.a.


2. κόβω εισιτήρια / αποδείξεις / τιμολόγια κτλ.  °  πουλάω, εκδίδω  [ΛΔΗ]

(zum Ursprung der Wendung s. ΛΔΗ, σ. 167)

π.χ.:

• είχε κόψει μόνο πέντε κλήσεις  °  er [sc. der Verkehrspolizist] hatte nur fünf Straf­man­da­te ausgestellt ("verteilt")
• Κόψτε μου ένα εισιτήριο σαν αυτά που δίνετε στους ξένους. [Aufforderung eines grie­chi­schen Besuchers an der Kasse eines (griechischen) Museums, weil er es ungerecht fin­det, dass Griechen dort freien Zutritt haben, während Ausländer für die Eintrittskarte be­zah­len müs­sen]   [GF aus: Β. Αλεξάκης: Η μητρική γλώσσα]


3. [in Zusammenhang mit Wegstrecken]:

• για να κόψουν δρόμο  °  um den Weg abzukürzen / um eine Abkürzung zu nehmen / um einen "Abschneider" zu machen [gingen sie über das Feld]

• Έκοψαν μέσ’ απ’ τα ξυλάδικα [...] και χώθηκαν σ’ ένα στενό σοκάκι, λησμονημένο.  °  Sie nahmen die Abkürzung durch das Areal mit den Holzlagern [...] und verschwanden in einer engen gottverlassenen Gasse.   [GF+DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]


4. [ένα φαγητό] κόβει  °  ξινίζει, χαλάει, δεν πετυχαίνει (η ετοιμασία του)  [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Το γάλα έκοψε παρόλο που το είχα στο ψυγείο.  [ΛΔΗ]

• Η μαγιονέζα δεν μου πέτυχε. Έκοψε.  [ΛΔΗ]

• Το αυγολέμονο πρέπει να το ανακατεύεις συνεχώς όταν το ετοιμάζεις, αλλιώς κόβει.  [ΛΔΗ]


5. [als Ausdruck von Ermüdung etc.]:

a) κάτι μου κόβει ένα μέρος του σώματός μου (π.χ. πόδια, χέρια, ώμους, μέση κτλ.)  °  μου το κουράζει [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Η ορθοστασία απ’ το πρωί μου ’κοψε τα πόδια.  [ΛΔΗ]

• Ήταν πολύ βαρύ το κιβώτιο: Μας έκοψε τα χέρια.  [ΛΔΗ] 

• Η κόρη υποχώρησε· το βλέμμα του στρατιώτη της έκοβε τα πόδια. Κάθησε στο ντιβάνι [...].  °  Die Tochter wich zurück; der Blick des Soldaten ließ ihre Knie weich werden [vor Angst]. Sie setzte sich aufs Sofa, […].   [GF + DF (Übersetzung aus dem Griechischen) aus: Kalimerhaba]


b) κόβομαι (ενισχυμένο: κατακόβομαι)  °  κουράζομαι / καταπονούμαι / κάνω κάτι με μεγάλο ζήλο  [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Κοπήκανε τα πόδια μου απ’ την ορθοστασία.   [ΛΔΗ]

• Μας κοπήκανε τα χέρια να κουβαλάμε όλη την ημέρα νερό.  [ΛΔΗ] 

• Η Μαρία κατακόπηκε να περιποιηθεί τους επισκέπτες της.  [ΛΔΗ]


c) κομμένος, -η, -ο  °  κουρασμένος / καταπονημένος / χωρίς την κανονική δύναμή του [ΛΔΗ] – π.χ.:

• Γεια σου, Αργύρη! Κομμένο σε βλέπω σήμερα. – [Reaktion:] Ναι, έχω κουραστεί πολύ.  [ΛΔΗ]

• και [με] μελανούς κύκλους κάτω απ’ τα κομμένα μάτια  °  [und] mit dunklen Ringen unter den müden Augen   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• Μα τα μάτια της ήταν κομμένα, σα να ’χε κλάψει· ένα σκούρο γαλάζιο στεφάνι τα περίζωνε.  °  Aber die Augen waren matt, als ob sie geweint habe, es lagen dunkel­blaue Ringe unter ihnen.   [Καζαντζάκης: Χριστός, S 139 // DF: S 123]

• τα γόνατά του ήταν κομμένα, το κεφάλι του έκαιγε  °  seine Knie waren weich, sein Kopf brannte   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


6. κόβω το κεφάλι μου: s. unter κεφάλι, το (Z 4)


7. κόψε το(ν) λαιμό σου!: s. unter λαιμός, ο (Z 3)


8. κόφ’ το! / κόψ’ το!  °  (οικ.) σταμάτα (να κάνεις ή να λες αυτό που κάνεις ή λες) [ΛΜΠ]  //  hör auf damit / Schluss damit 


9. Sonstiges:

• η μοίρα του έκοψε τη ζωή του στα 19 του χρόνια  °  [Umschreibung für]: er starb mit 19 Jahren (im Alter von 19 Jahren)

• Καθόλου δεν της κόβει!  °  Die [sc.: diese Frau] kapiert gar nichts!   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]

• τους κομμένους δρόμους  °  die mit dem Lineal gezogenen Straßen [Athens] [Akk.]   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΛΑΔΑΚΙ, το...κλαδάκι, το = das Zweiglein, der kleine Zweig: • ένα μικρό ξερό κλαδάκι ° ein kleines trockenes Zweiglein [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • [......
  • ΚΛΕΙΔΙ, το...κλειδί, το 1. Grundbedeutung: der Schlüssel 2. φηλί κλειδί [bzw.] φηλί-κλειδί: s. unter φηλί, το ...
  • ΚΛΕΙΔΩΝΩ...κλειδώνω 1. Grundbedeutung: zusperren, versperren, abschließen: • Έκλεισα την πόρτα, κλείδωσα κι έχωσα το κλειδί στην τσέπη μου....
  • ΚΛΕΙΝΩ...κλείνω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. vereinbaren / abmachen // reservieren 3. κλείνω τη δουλειά [bzw.] κλείνει η δουλειά 4. [in Verbindung mit Zeit- bzw....
  • ΚΛΗΘΗΚΑ...κλήθηκα s. καλώ ...
  • ΚΛΗΘΩ (θα, να, ...)...κληθώ (-είς) (θα, να, ...) s. καλώ ...
  • ΚΛΙΜΑΚΑ, η...κλίμακα, η = [u.a.:] 1) das Ausmaß / der Umfang / der Maßstab / die Größenordnung [etc.]:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ, η...κλιμάκωση,...
  • ΚΛΟΥΒΑ, η...κλούβα, η • μας φόρτωσαν σε μια κλούβα ° wir [sc....
Nachher:
  • ΚΟΙΝΟ, το...κοινό, το 1. Grundbedeutungen: - die Öffentlichkeit - das Publikum - die Gemeinsamkeit: • Είχαμε πολλά κοινά οι δυο μας....
  • ΚΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...κοινός, -ή, -ό 1. Bedeutungen allgemein: a) gemeinsam b) öffentlich c) gewöhnlich d) Sonstiges:...
  • ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοινωνικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) gesellschaftlich b) sozial [bzw.] Sozial- 2. το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
  • ΚΟΙΝΩΣ...κοινώς s. unter κοινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΚΟΙΤΑΖΩ...κοιτάζω (bzw.) κοιτώ (-άς) Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κοίτα(ξε) να δεις, ... 3.1. κοίτα [+ Substantiv] (incl. κοίτα πράγματα) 3.2. για κοίτα 3.3....
  • ΚΟΙΤΩ...κοιτώ (-άς) s. κοιτάζω ...
  • ΚΟΚΑΛΑΚΙ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΑΚΙ, το...κοκαλάκι, το [bzw.] κοκκαλάκι, το 1) mit "Knochen" sinnverwandte Ausdrücke: • [...] ήρθε με τις πρώτες λιακάδες. Ύστερα από τόσες μέρες βαρυχειμωνιάς,...
  • ΚΟΚΑΛΟ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΟ, το...κόκαλο, το [bzw.] κόκκαλο, το 1. σπάει κόκαλα: • Το χιούμορ του σπάει κόκαλα. Μπλακ, very μπλακ. ° Sein Humor dringt durch Mark und Bein. Black, very black....
  • ΚΟΚΚΙΝΟΣ, -η, -ο...κόκκινος, -η, -ο 1. πιάσε κόκκινο: αν δύο άνθρωποι λένε κάτι ταυτόχρονα, ο ένας λέει στον άλλον: για να μη μαλώσουμε = πιάσε κόκκινο 2. η Κόκκινη Μηλιά:...