κοιτώ (-άς)


s. κοιτάζω  


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΛΙΜΑΚΑ, η...κλίμακα, η = [u.a.:] 1) das Ausmaß / der Umfang / der Maßstab / die Größenordnung [etc.]:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ, η...κλιμάκωση,...
  • ΚΛΟΥΒΑ, η...κλούβα, η • μας φόρτωσαν σε μια κλούβα ° wir [sc....
  • ΚΟΒΩ...κόβω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. κόβω εισιτήρια / αποδείξεις / τιμολόγια κτλ. 3. [in Zusammenhang mit Wegstrecken] 4. [ένα φαγητό] κόβει 5....
  • ΚΟΙΝΟ, το...κοινό, το 1. Grundbedeutungen: - die Öffentlichkeit - das Publikum - die Gemeinsamkeit: • Είχαμε πολλά κοινά οι δυο μας....
  • ΚΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...κοινός, -ή, -ό 1. Bedeutungen allgemein: a) gemeinsam b) öffentlich c) gewöhnlich d) Sonstiges:...
  • ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοινωνικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) gesellschaftlich b) sozial [bzw.] Sozial- 2. το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
  • ΚΟΙΝΩΣ...κοινώς s. unter κοινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΚΟΙΤΑΖΩ...κοιτάζω (bzw.) κοιτώ (-άς) Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κοίτα(ξε) να δεις, ... 3.1. κοίτα [+ Substantiv] (incl. κοίτα πράγματα) 3.2. για κοίτα 3.3....
Nachher:
  • ΚΟΚΑΛΑΚΙ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΑΚΙ, το...κοκαλάκι, το [bzw.] κοκκαλάκι, το 1) mit "Knochen" sinnverwandte Ausdrücke: • [...] ήρθε με τις πρώτες λιακάδες. Ύστερα από τόσες μέρες βαρυχειμωνιάς,...
  • ΚΟΚΑΛΟ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΟ, το...κόκαλο, το [bzw.] κόκκαλο, το 1. σπάει κόκαλα: • Το χιούμορ του σπάει κόκαλα. Μπλακ, very μπλακ. ° Sein Humor dringt durch Mark und Bein. Black, very black....
  • ΚΟΚΚΙΝΟΣ, -η, -ο...κόκκινος, -η, -ο 1. πιάσε κόκκινο: αν δύο άνθρωποι λένε κάτι ταυτόχρονα, ο ένας λέει στον άλλον: για να μη μαλώσουμε = πιάσε κόκκινο 2. η Κόκκινη Μηλιά:...
  • ΚΟΚΟΡΙ, το...κοκόρι, το = ο κόκορας [ΛΜΠ] – π.χ.: • τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν ° die Hähne begannen zu krähen [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Επιτέλους,...
  • ΚΟΚΟΣ, ο...Κοκός, ο spöttische Bezeichnung für den in London lebenden früheren griechischen König, Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ ...
  • ΚΟΛΛΑ, η [bzw.] ΚΟΛΑ, η...κόλλα, η [bzw.] κόλα, η 1. zur Schreibweise: - η κόλλα [ΛΜΠ // Wendt // Pons] - η κόλα [ΛΚΝ] 2. Grundbedeutungen:...
  • ΚΟΛΛΑΝ, το [bzw.] ΚΟΛΑΝ, το...κολλάν, το [bzw.] κολάν, το 1. zur Schreibweise: - το κολλάν [ΛΜΠ] - το κολάν [ΛΚΝ // Pons] 2. Bedeutung:...
  • ΚΟΛΛΕΓΙΑ, η...κολλεγιά, η • κρυφή κολλεγιά ° heimliche Kumpanei * • μισόξενη και μισογύνικη κολλεγιά ° fremden- und frauenfeindliche Kumpanei * *[DF+GF jeweils aus: Ditfurth:...
  • ΚΟΛΛΗΤΟΣ, -ή, -ό...κολλητός, -ή, -ό 1. [Adjektiv]: • Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...] ° Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes,...