κολλεγιά, η


• κρυφή κολλεγιά  °  heimliche Kumpanei *

• μισόξενη και μισογύνικη κολλεγιά  °  fremden- und frauenfeindliche Kumpanei *

*[DF+GF jeweils aus: Ditfurth: Lwg]



Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΟΙΝΩΣ...κοινώς s. unter κοινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΚΟΙΤΑΖΩ...κοιτάζω (bzw.) κοιτώ (-άς) Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κοίτα(ξε) να δεις, ... 3.1. κοίτα [+ Substantiv] (incl. κοίτα πράγματα) 3.2. για κοίτα 3.3....
  • ΚΟΙΤΩ...κοιτώ (-άς) s. κοιτάζω ...
  • ΚΟΚΑΛΑΚΙ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΑΚΙ, το...κοκαλάκι, το [bzw.] κοκκαλάκι, το 1) mit "Knochen" sinnverwandte Ausdrücke: • [...] ήρθε με τις πρώτες λιακάδες. Ύστερα από τόσες μέρες βαρυχειμωνιάς,...
  • ΚΟΚΑΛΟ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΟ, το...κόκαλο, το [bzw.] κόκκαλο, το 1. σπάει κόκαλα: • Το χιούμορ του σπάει κόκαλα. Μπλακ, very μπλακ. ° Sein Humor dringt durch Mark und Bein. Black, very black....
  • ΚΟΚΚΙΝΟΣ, -η, -ο...κόκκινος, -η, -ο 1. πιάσε κόκκινο: αν δύο άνθρωποι λένε κάτι ταυτόχρονα, ο ένας λέει στον άλλον: για να μη μαλώσουμε = πιάσε κόκκινο 2. η Κόκκινη Μηλιά:...
  • ΚΟΚΟΡΙ, το...κοκόρι, το = ο κόκορας [ΛΜΠ] – π.χ.: • τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν ° die Hähne begannen zu krähen [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Επιτέλους,...
  • ΚΟΚΟΣ, ο...Κοκός, ο spöttische Bezeichnung für den in London lebenden früheren griechischen König, Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ ...
  • ΚΟΛΛΑ, η [bzw.] ΚΟΛΑ, η...κόλλα, η [bzw.] κόλα, η 1. zur Schreibweise: - η κόλλα [ΛΜΠ // Wendt // Pons] - η κόλα [ΛΚΝ] 2. Grundbedeutungen:...
  • ΚΟΛΛΑΝ, το [bzw.] ΚΟΛΑΝ, το...κολλάν, το [bzw.] κολάν, το 1. zur Schreibweise: - το κολλάν [ΛΜΠ] - το κολάν [ΛΚΝ // Pons] 2. Bedeutung:...
Nachher:
  • ΚΟΛΛΗΤΟΣ, -ή, -ό...κολλητός, -ή, -ό 1. [Adjektiv]: • Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...] ° Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes,...
  • ΚΟΛΛΩ...κολλώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) kleben [als Tätigkeit]; ankleben; aufkleben:...
  • ΚΟΜΒΙΚΟΣ, -ή, -ό...κομβικός, -ή, -ό • Το νεκροταφείο έμοιαζε να είναι κομβικό σημείο του ταξιδιού για τον πατέρα μου, [...]....
  • ΚΟΜΜΑΤΙ, το...κομμάτι, το 1. Grundbedeutung: das Stück 2. γίνομαι κομμάτια: • Αυτή είναι η γυναίκα για την οποία έγινα κομμάτια, η γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή, [......
  • ΚΟΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κομμένος, -η, -ο s. unter κόβω ...
  • ΚΟΜΠΙΝΑ, η...κομπίνα, η • οι κομπίνες ° die Gaunereien [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] ...
  • ΚΟΜΠΛΑΡΩ...κομπλάρω • Ο Μπάρρυ κομπλάρει τον Ντικ σε τέτοιο βαθμό που ο Ντικ σπάνια ανοίγει το στόμα του όταν ο Μπάρρυ βρίσκεται στο μαγαζί. ° Barry intimidates Dick,...
  • ΚΟΜΠΟΣ, ο...κόμπος, ο 1. Grundbedeutung: der Knoten: • ο κόμπος ° der Knoten [zB....
  • ΚΟΝΔΥΛΙ, το...κονδύλι, το • κονδύλια δηλαδή που προέρχονταν από το φορολογούμενο πολίτη ° Gelder also, die vom sprichwörtlichen Steuerzahler stammten [sc....