κοκαλάκι, το  [bzw.]  κοκκαλάκι, το


1) mit "Knochen" sinnverwandte Ausdrücke:

• [...] ήρθε με τις πρώτες λιακάδες. Ύστερα από τόσες μέρες βαρυχειμωνιάς, ο τόπος φωτίστηκε, το κοκαλάκι των ανθρώπων πήρε να ζεσταίνεται, [...].  °  […] kam mit den ersten Sonnenstrahlen. Nun, nach so vielen Tagen winterlicher Düsternis, leuchtete die Welt, die Sonne wärmte die Gebeine der Menschen; […].    [GF+DF aus: Κουμανταρέας: Βιοτεχνία υαλικών]

• Μπήκε ο Δημητρός στο καφενείο και ζεστάθηκε το κοκαλάκι του. Όξω είχε λυσσάξει ο βοριάς, [...]     [Γ. Γρηγοριάδου-Σουρέλη: Παιχνίδι χωρίς κανόνες]


2) die (Haar-)Spange:

• το κοκαλάκι των μαλλιών με τις χήνες  °  die [von mir als junges Mädchen getragene] Haarspange mit den Gänsen     [GF+DF aus: Όσες φορές]

• φορούσαν κοκαλάκια στα μαλλιά  °  [sie (= die beiden 8-9-jährigen Mädchen)] trugen Span­gen im Haar     [GF+DF aus: Όσες φορές]


3) Sonstiges:

• "Τα λευκά τα κοκκαλάκια / που ’χουν γύρω-γύρω βούλες / τα ζεσταίνω τα βραδάκια / και κρυώνω τις αυγούλες." + " Ο σφυγμός μου ανεβαίνει / πριν τα ρίξω στο τραπέζι"      [Τ. Μουσαφίρης: τραγούδι "Τα λευκά τα κοκκαλάκια"]

[Anm. 1: {Χριστίνα}: Λοιπόν κατ’ αρχήν να σου εξηγήσω τι σημαίνουν εκείνοι οι στίχοι με τα κοκκαλάκια. Ξέρω ότι άργησα, αλλά εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ τι ήταν και τελικά ρώτησα και είναι τα ζάρια!!!!]

[Anm. 2: vgl. auch: το κόκκαλο = το ζάρι

{Quelle: ένα "λεξικό με χαρακτηριστικές λέξεις του υποκόσμου" ("Απο εγχειρίδιο της Ελληνικής Αστυνομίας") του George Karavas, anekdota.dyndns.org/jotd4/0240.html}]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΛΙΜΑΚΩΝΩ...κλιμακώνω κλιμακώνομαι:...
  • ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ, η...κλιμάκωση,...
  • ΚΛΟΥΒΑ, η...κλούβα, η • μας φόρτωσαν σε μια κλούβα ° wir [sc....
  • ΚΟΒΩ...κόβω Übersicht: 1. Grundbedeutungen 2. κόβω εισιτήρια / αποδείξεις / τιμολόγια κτλ. 3. [in Zusammenhang mit Wegstrecken] 4. [ένα φαγητό] κόβει 5....
  • ΚΟΙΝΟ, το...κοινό, το 1. Grundbedeutungen: - die Öffentlichkeit - das Publikum - die Gemeinsamkeit: • Είχαμε πολλά κοινά οι δυο μας....
  • ΚΟΙΝΟΣ, -ή, -ό...κοινός, -ή, -ό 1. Bedeutungen allgemein: a) gemeinsam b) öffentlich c) gewöhnlich d) Sonstiges:...
  • ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοινωνικός, -ή, -ό 1. Grundbedeutungen: a) gesellschaftlich b) sozial [bzw.] Sozial- 2. το κοινωνικό σύνολο ° die Allgemeinheit ...
  • ΚΟΙΝΩΣ...κοινώς s. unter κοινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΚΟΙΤΑΖΩ...κοιτάζω (bzw.) κοιτώ (-άς) Übersicht: 1. Grundbedeutung 2. κοίτα(ξε) να δεις, ... 3.1. κοίτα [+ Substantiv] (incl. κοίτα πράγματα) 3.2. για κοίτα 3.3....
  • ΚΟΙΤΩ...κοιτώ (-άς) s. κοιτάζω ...
Nachher:
  • ΚΟΚΑΛΟ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΟ, το...κόκαλο, το [bzw.] κόκκαλο, το 1. σπάει κόκαλα: • Το χιούμορ του σπάει κόκαλα. Μπλακ, very μπλακ. ° Sein Humor dringt durch Mark und Bein. Black, very black....
  • ΚΟΚΚΙΝΟΣ, -η, -ο...κόκκινος, -η, -ο 1. πιάσε κόκκινο: αν δύο άνθρωποι λένε κάτι ταυτόχρονα, ο ένας λέει στον άλλον: για να μη μαλώσουμε = πιάσε κόκκινο 2. η Κόκκινη Μηλιά:...
  • ΚΟΚΟΡΙ, το...κοκόρι, το = ο κόκορας [ΛΜΠ] – π.χ.: • τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν ° die Hähne begannen zu krähen [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Επιτέλους,...
  • ΚΟΚΟΣ, ο...Κοκός, ο spöttische Bezeichnung für den in London lebenden früheren griechischen König, Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ ...
  • ΚΟΛΛΑ, η [bzw.] ΚΟΛΑ, η...κόλλα, η [bzw.] κόλα, η 1. zur Schreibweise: - η κόλλα [ΛΜΠ // Wendt // Pons] - η κόλα [ΛΚΝ] 2. Grundbedeutungen:...
  • ΚΟΛΛΑΝ, το [bzw.] ΚΟΛΑΝ, το...κολλάν, το [bzw.] κολάν, το 1. zur Schreibweise: - το κολλάν [ΛΜΠ] - το κολάν [ΛΚΝ // Pons] 2. Bedeutung:...
  • ΚΟΛΛΕΓΙΑ, η...κολλεγιά, η • κρυφή κολλεγιά ° heimliche Kumpanei * • μισόξενη και μισογύνικη κολλεγιά ° fremden- und frauenfeindliche Kumpanei * *[DF+GF jeweils aus: Ditfurth:...
  • ΚΟΛΛΗΤΟΣ, -ή, -ό...κολλητός, -ή, -ό 1. [Adjektiv]: • Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...] ° Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes,...
  • ΚΟΛΛΩ...κολλώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) kleben [als Tätigkeit]; ankleben; aufkleben:...