κολλώ (-άς)


1. Grundbedeutungen:

a) kleben [als Tätigkeit]; ankleben; aufkleben:

• κολλώ το χερούλι στην παλιά καφετιέρα  °  den [abgebrochenen] Henkel (Griff) an die alte Kaffekanne ankleben

b) kleben [iS von: angeklebt sein]; sich festsetzen:

• η διαπεραστική μυρωδιά της κουζίνας, που ακόμα και λίγο να κάτσει κανείς, κολλάει στα ρούχα  °  der penetrante Küchengeruch, der sich, auch wenn man (nur) kurz [im Lokal] sitzt, in der Kleidung festsetzt [wörtl.: der … an der Kleidung klebt]

c) anstecken [mit einer Krankheit] [sowie:] angesteckt werden / sich anstecken


2. Ausdrücke für "kleben" im übertragenen Sinn:

a) [für die Tätigkeit "kleben"]:

aa) pressen:

• κόλλησε και τα δύο χέρια πάνω στο στόμα  °  er presste beide Hände auf den Mund 

bb) anhängen:

• Είχε απαλή φωνή, ρωτούσε για τα μαθήματα και σε κάθε φράση κόλλαγε τη λέξη "μομπιέ".  °  Sie [= meine Patentante] hatte eine weiche Stimme, fragte [mich] nach der Schule und hing an jeden Satz das Wort "mombié" an.   [GF+DF aus: Όσες φορές]

b) [für "kleben" iS von "angeklebt sein"]: stecken bleiben:

• Κάποια λεωφορεία είχαν κολλήσει στο χιόνι κι είχαν μπλοκάρει το δρόμο.  °  Einige Autobusse waren im Schnee stecken geblieben und hatten die Straße blockiert.


3.1. (κάτι) δεν κολλάει:

• Μέσα στη σπηλιά του βρήκα παστό ελάφι και τώρα το τρώω. Αλλά κάτι δεν κόλλαγε, το σουβλάκι δεν θύμιζε παστό ελάφι [...].  °  In seiner Höhle habe ich gepökelten Hirsch gefunden, den ich jetzt esse. [Phantasievorstellung eine Mädchens] Aber irgend etwas passte nicht ins Bild, das Souvlaki [das sie in der Realität aß] erinnerte nicht an gepö­kel­ten Hirsch, […].   [GF+DF aus: Ζιγκ-ζαγκ]

• "Κάτι δεν κόλλαγε στις τόσες απουσίες / κι είπα να ψάξω για καλό και για κακό"   [Σμαρούλα Μαραγκουδάκη: τραγούδι "Α ρε μαφία"]

[bzw.]

3.2. Konstruktion mit πού κολλάει:

• Δεν κατάλαβα πού κολλούσε αυτό.  °  Ich begriff nicht, was das sollte. [sc. die hoch­näsige Antwort meiner Gastgeberin auf eine Frage von mir]   [GF+DF aus: Όσες φορές]


4. κόλλα το!  °  a) ~Bravo! / ~Super! [iS von: Gut gemacht!]  //  b) ~Abgemacht!

Vgl. dazu die (gleichartigen) Abbildungen und Beschreibungen der entsprechenden Hand­bewegung bei Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά:

a) auf S 90 (verzeichnet unter der Überschrift "Επιδοκιμασία"):

Σηκώνουμε το χέρι μας και χτυπάμε με την παλάμη μας την παλάμη του συνομιλητή μας. – Π.χ.:

• Κόλλα το! Ωραία τα κατάφερες.

Ένας άλλος τρόπος για να δείξουμε ότι επιδοκιμάζουμε ή υποστηρίζουμε με θέρμη και ενθουσιασμό κάτι ή κάποιον είναι η χειραψία. Επίσης μπορούμε να εκδηλώσουμε την επιδοκιμασία μας και με το χειροκρότημα. 

Άλλες εκφράσεις:

- Μπράβο! 

- Αυτός είσαι!

b) auf S 148 (verzeichnet unter der Überschrift "Συμφωνία")]:

Χτυπάμε την παλάμη μας στην παλάμη του συνομιλητή μας για επισφράγιση μιας συμφωνίας. – Π.χ.:

• Θα πάμε για ορειβασία τον Ιούνιο, αμέσως μετά από τις σχολικές εξετάσεις. – Εντάξει. Κόλλα το! Ο κόσμος να χαλάσει θα πάμε.

Ένας άλλος τρόπος για να επισφραγίσουμε μια συμφωνία είναι η χειραψία.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΟΙΤΩ...κοιτώ (-άς) s. κοιτάζω ...
  • ΚΟΚΑΛΑΚΙ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΑΚΙ, το...κοκαλάκι, το [bzw.] κοκκαλάκι, το 1) mit "Knochen" sinnverwandte Ausdrücke: • [...] ήρθε με τις πρώτες λιακάδες. Ύστερα από τόσες μέρες βαρυχειμωνιάς,...
  • ΚΟΚΑΛΟ, το [bzw.] ΚΟΚΚΑΛΟ, το...κόκαλο, το [bzw.] κόκκαλο, το 1. σπάει κόκαλα: • Το χιούμορ του σπάει κόκαλα. Μπλακ, very μπλακ. ° Sein Humor dringt durch Mark und Bein. Black, very black....
  • ΚΟΚΚΙΝΟΣ, -η, -ο...κόκκινος, -η, -ο 1. πιάσε κόκκινο: αν δύο άνθρωποι λένε κάτι ταυτόχρονα, ο ένας λέει στον άλλον: για να μη μαλώσουμε = πιάσε κόκκινο 2. η Κόκκινη Μηλιά:...
  • ΚΟΚΟΡΙ, το...κοκόρι, το = ο κόκορας [ΛΜΠ] – π.χ.: • τα κοκόρια άρχισαν να λαλούν ° die Hähne begannen zu krähen [GF+DF aus: Καζαντζάκης: Χριστός] • Επιτέλους,...
  • ΚΟΚΟΣ, ο...Κοκός, ο spöttische Bezeichnung für den in London lebenden früheren griechischen König, Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ ...
  • ΚΟΛΛΑ, η [bzw.] ΚΟΛΑ, η...κόλλα, η [bzw.] κόλα, η 1. zur Schreibweise: - η κόλλα [ΛΜΠ // Wendt // Pons] - η κόλα [ΛΚΝ] 2. Grundbedeutungen:...
  • ΚΟΛΛΑΝ, το [bzw.] ΚΟΛΑΝ, το...κολλάν, το [bzw.] κολάν, το 1. zur Schreibweise: - το κολλάν [ΛΜΠ] - το κολάν [ΛΚΝ // Pons] 2. Bedeutung:...
  • ΚΟΛΛΕΓΙΑ, η...κολλεγιά, η • κρυφή κολλεγιά ° heimliche Kumpanei * • μισόξενη και μισογύνικη κολλεγιά ° fremden- und frauenfeindliche Kumpanei * *[DF+GF jeweils aus: Ditfurth:...
  • ΚΟΛΛΗΤΟΣ, -ή, -ό...κολλητός, -ή, -ό 1. [Adjektiv]: • Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...] ° Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes,...
Nachher:
  • ΚΟΜΒΙΚΟΣ, -ή, -ό...κομβικός, -ή, -ό • Το νεκροταφείο έμοιαζε να είναι κομβικό σημείο του ταξιδιού για τον πατέρα μου, [...]....
  • ΚΟΜΜΑΤΙ, το...κομμάτι, το 1. Grundbedeutung: das Stück 2. γίνομαι κομμάτια: • Αυτή είναι η γυναίκα για την οποία έγινα κομμάτια, η γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή, [......
  • ΚΟΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κομμένος, -η, -ο s. unter κόβω ...
  • ΚΟΜΠΙΝΑ, η...κομπίνα, η • οι κομπίνες ° die Gaunereien [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] ...
  • ΚΟΜΠΛΑΡΩ...κομπλάρω • Ο Μπάρρυ κομπλάρει τον Ντικ σε τέτοιο βαθμό που ο Ντικ σπάνια ανοίγει το στόμα του όταν ο Μπάρρυ βρίσκεται στο μαγαζί. ° Barry intimidates Dick,...
  • ΚΟΜΠΟΣ, ο...κόμπος, ο 1. Grundbedeutung: der Knoten: • ο κόμπος ° der Knoten [zB....
  • ΚΟΝΔΥΛΙ, το...κονδύλι, το • κονδύλια δηλαδή που προέρχονταν από το φορολογούμενο πολίτη ° Gelder also, die vom sprichwörtlichen Steuerzahler stammten [sc....
  • ΚΟΝΤΑ...κοντά 1. από κοντά: • Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. ° Als erster rührte sich Siemos. [sc. als erster von jenen,...
  • ΚΟΝΤΕΥΩ...κοντεύω • Ξεκινήσαμε επαναστάσεις και κοντεύουμε να γίνουμε παραμυθάδες που αναμασάνε ηδονικές στιγμές του παρελθόντος....