κοντά
1. από κοντά:
• Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. ° Als erster rührte sich Siemos. [sc. als erster von jenen, die zögernd an der Tür des verlassenen Hauses standen, machte er sich daran, dieses zu betreten] Die anderen folgten ihm auf den Fuß. // Der erste, der sich aufraffte [das verlassene Haus zu betreten], war Siemos. Und die anderen ihm auf den Fersen. [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς]
• αφήνω από κοντά: s. unter αφήνω (Z 5)
2. [mit zeitlicher Bedeutung]:
• κοντά στο τέλος ° kurz vor dem Ende [des Ereignisses] [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
• ο Μπατής είχε ξυπνήσει κοντά στα χαράματα ° Batis war kurz vor dem Morgengrauen aufgewacht [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
• το πρωί, κοντά στις δέκα, ξύπνησε ευτυχισμένος ° am Morgen, gegen 10 Uhr, wachte er froh auf [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
3. [Spezialbedeutung]: σχεδόν / περίπου / το πολύ-πολύ (πλησιάζοντας ένα πάνω όριο) [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Ήσαν εκεί κοντά 30 άτομα. [ΛΔΗ]
• Θα είναι κοντά 50 χρόνων. [ΛΔΗ]
• Θα ξοδέψανε κοντά στο εκατομμύριο στην εκδρομή τους. [ΛΔΗ]
• μια γυναίκα κοντά πενήντα χρονών ° eine Frau um die fünfzig [GF+DF aus: Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]
4. κοντά μου (σου, του, ...):
• ο Χριστόφορος, που ξαφνικά, ενώ την κάλεσε με το δάχτυλό του νά ’ρθει κοντά τους, πήγε αυτός προς το μέρος της και της είπε σιγανά να μη φοβάται |
Christophoros, der ihr [sc. seiner kleinen Tochter] mit dem Finger winkte, sie solle zu ihm [richtig: zu ihnen] kommen, dann aber plötzlich selbst zu ihr hinging und ihr zuflüsterte, sie solle keine Angst haben [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Πολύ κοντά τους βρισκόταν η Γκρέτε Σάμσα, [...] |
Ganz in ihrer Nähe [sc. der eben erwähnten Personen] befand sich Grete Samsa, [...] [GF+DF aus: Όσες φορές] |
Weitere Wörter:
- ΚΟΛΛΕΓΙΑ, η...κολλεγιά, η • κρυφή κολλεγιά ° heimliche Kumpanei * • μισόξενη και μισογύνικη κολλεγιά ° fremden- und frauenfeindliche Kumpanei * *[DF+GF jeweils aus: Ditfurth:...
- ΚΟΛΛΗΤΟΣ, -ή, -ό...κολλητός, -ή, -ό 1. [Adjektiv]: • Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...] ° Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes,...
- ΚΟΛΛΩ...κολλώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) kleben [als Tätigkeit]; ankleben; aufkleben:...
- ΚΟΜΒΙΚΟΣ, -ή, -ό...κομβικός, -ή, -ό • Το νεκροταφείο έμοιαζε να είναι κομβικό σημείο του ταξιδιού για τον πατέρα μου, [...]....
- ΚΟΜΜΑΤΙ, το...κομμάτι, το 1. Grundbedeutung: das Stück 2. γίνομαι κομμάτια: • Αυτή είναι η γυναίκα για την οποία έγινα κομμάτια, η γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή, [......
- ΚΟΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κομμένος, -η, -ο s. unter κόβω ...
- ΚΟΜΠΙΝΑ, η...κομπίνα, η • οι κομπίνες ° die Gaunereien [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] ...
- ΚΟΜΠΛΑΡΩ...κομπλάρω • Ο Μπάρρυ κομπλάρει τον Ντικ σε τέτοιο βαθμό που ο Ντικ σπάνια ανοίγει το στόμα του όταν ο Μπάρρυ βρίσκεται στο μαγαζί. ° Barry intimidates Dick,...
- ΚΟΜΠΟΣ, ο...κόμπος, ο 1. Grundbedeutung: der Knoten: • ο κόμπος ° der Knoten [zB....
- ΚΟΝΔΥΛΙ, το...κονδύλι, το • κονδύλια δηλαδή που προέρχονταν από το φορολογούμενο πολίτη ° Gelder also, die vom sprichwörtlichen Steuerzahler stammten [sc....
- ΚΟΝΤΕΥΩ...κοντεύω • Ξεκινήσαμε επαναστάσεις και κοντεύουμε να γίνουμε παραμυθάδες που αναμασάνε ηδονικές στιγμές του παρελθόντος....
- ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΩ...κοντοστέκομαι [bzw.] κοντοστέκω • Ένας άντρας [...] κοντοστάθηκε και τον κοίταξε επιτιμητικά. Ein Mann […] blieb kurz stehen und sah ihn tadelnd an. [GF+DF aus:...
- ΚΟΝΤΡΑ...κόντρα 1. πηγαίνω κόντρα: αντιστέκομαι, φέρνω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι [ΛΜΠ] [bzw.] μου πάει κόντρα: μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ’ ό,τι εγώ,...
- ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ, το...κοντραπλακέ, το (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: κόντρα πλακέ,...
- ΚΟΠΑΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κοπανισμένος, -η, -ο s. unter κοπανώ // κοπανίζω (Z 4) ...
- ΚΟΠΑΝΩ // ΚΟΠΑΝΙΖΩ...κοπανώ (-άς) // κοπανίζω 1. κοπανώ (bzw. κοπανάω) – κοπανίζω: - Ιορδανίδου (S 365), in Zusammenhang mit dem Begriff "κοπανάω": Ο τύπος "κοπανίζω" (......
- ΚΟΡΑΚΙ, το...κοράκι, το = der Rabe [Pons online // ebenso: Όσες φορές] [aber auch]: • Τα κοράκια πέφτουν κράζοντας στο ξέφωτο και καταλύουν πάνω στα πεύκα....
- ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...