κοπανώ (-άς) // κοπανίζω
1. κοπανώ (bzw. κοπανάω) – κοπανίζω:
- Ιορδανίδου (S 365), in Zusammenhang mit dem Begriff "κοπανάω":
Ο τύπος "κοπανίζω" (...) δε χρησιμοποιείται πια στην κοινή νεοελληνική. Έχει επιβιώσει η μετοχή "κοπανισμένος" και το επίθετο "κοπανιστός".
- ΛΚΝ weist beide Begriffe mit gesonderten Begriffsinhalten aus, setzt sie aber in Teilbedeutungen gleich. ΛΜΠ verzeichnet gänzlich getrennte Begriffsinhalte.
- ΛΔΟΡ unterscheidet nicht zwischen den beiden Begriffen, sondern führt beide mit gemeinsamem Begriffsinhalt an.
2. την κοπανάω ° φεύγω (μυστικά) / δραπετεύω [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Πού είν’ ο Βασίλης; Δεν είπε πως θα βάψει το τραπέζι; – [A:] Βαρέθηκε και την κοπάνησε. [ΛΔΗ]
• Σάμπως θα παρατήσω την δουλειά και θα την κοπανήσω για την παραλία (για μπάνιο)! [ΛΔΗ]
3. τα κοπανάω ° πίνω πάρα πολύ [ΑΓΝ, σ. 41]
4. κοπανισμένος, -η, -ο:
• ένα μείγμα από μέλι, λινάρι, κοπανισμένη ρίζα πεντάφυλλου, κοπανισμένη πιπερόριζα και κοπανισμένα αμύγδαλα ° eine Mischung aus Honig, Lein, zerstoßener Galgantwurzel, zerstoßener Ingwerwurzel und zerhackten Mandeln [DF+GF aus: Gaby Hauptmann: Suche …]
Weitere Wörter:
- ΚΟΜΠΙΝΑ, η...κομπίνα, η • οι κομπίνες ° die Gaunereien [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] ...
- ΚΟΜΠΛΑΡΩ...κομπλάρω • Ο Μπάρρυ κομπλάρει τον Ντικ σε τέτοιο βαθμό που ο Ντικ σπάνια ανοίγει το στόμα του όταν ο Μπάρρυ βρίσκεται στο μαγαζί. ° Barry intimidates Dick,...
- ΚΟΜΠΟΣ, ο...κόμπος, ο 1. Grundbedeutung: der Knoten: • ο κόμπος ° der Knoten [zB....
- ΚΟΝΔΥΛΙ, το...κονδύλι, το • κονδύλια δηλαδή που προέρχονταν από το φορολογούμενο πολίτη ° Gelder also, die vom sprichwörtlichen Steuerzahler stammten [sc....
- ΚΟΝΤΑ...κοντά 1. από κοντά: • Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. ° Als erster rührte sich Siemos. [sc. als erster von jenen,...
- ΚΟΝΤΕΥΩ...κοντεύω • Ξεκινήσαμε επαναστάσεις και κοντεύουμε να γίνουμε παραμυθάδες που αναμασάνε ηδονικές στιγμές του παρελθόντος....
- ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΩ...κοντοστέκομαι [bzw.] κοντοστέκω • Ένας άντρας [...] κοντοστάθηκε και τον κοίταξε επιτιμητικά. Ein Mann […] blieb kurz stehen und sah ihn tadelnd an. [GF+DF aus:...
- ΚΟΝΤΡΑ...κόντρα 1. πηγαίνω κόντρα: αντιστέκομαι, φέρνω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι [ΛΜΠ] [bzw.] μου πάει κόντρα: μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ’ ό,τι εγώ,...
- ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ, το...κοντραπλακέ, το (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: κόντρα πλακέ,...
- ΚΟΠΑΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κοπανισμένος, -η, -ο s. unter κοπανώ // κοπανίζω (Z 4) ...
- ΚΟΡΑΚΙ, το...κοράκι, το = der Rabe [Pons online // ebenso: Όσες φορές] [aber auch]: • Τα κοράκια πέφτουν κράζοντας στο ξέφωτο και καταλύουν πάνω στα πεύκα....
- ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...
- ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ...κοροϊδεύω • Σε κορόιδεψαν. Man hat dich zum Narren gehalten. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] • Με κοροϊδεύεις; Willst du mich verulken?...
- ΚΟΡΟΙΔΕΥΩ ...richtig: ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ ...
- ΚΟΡΟΙΔΟ, το...richtig: ΚΟΡΟΪΔΟ, το ...
- ΚΟΡΟΪΔΟ, το...κορόιδο,...
- ΚΟΡΟΝΑ, η...κορόνα, η s. κορώνα, η ...
- ΚΟΡΩΝΑ, η...κορώνα, η (bzw. κορόνα, η) 1) die Krone [eines Herrschers] 2) die Krone [Währung] 3) [in Zusammenhang mit Gesangsinterpretationen etc.]: • εκείνα ακριβώς τα [......