κοροϊδεύω
• Σε κορόιδεψαν. |
Man hat dich zum Narren gehalten. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Με κοροϊδεύεις; |
Willst du mich verulken? [mit der völlig unglaubwürdigen Behauptung, die du soeben aufgestellt hast] [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Ο μπαρμπα-Τζωρτζ, ο Μπιλ και ο [...] παρακολουθούσαν τάχα σοβαροί, αλλά κρυφά σκουντιόντουσαν και γελούσαν μέσα απ’ τα δόντια τους, γιατί έτσι και τους έπαιρναν χαμπάρι πως κορόιδευαν, μπορούσαν και να τους λιντσάρουν. |
Der alte George, Bill und [...] hörten scheinbar ernsthaft zu [was sich die Teilnehmer an der Gruppen-Psychotherapie über ihre jeweiligen Beziehungsprobleme erzählten], heimlich aber stießen sie sich an und lachten sich innerlich halb tot, hätte man sie nämlich dabei ertappt, dass sie sich lustig machten, wären sie [von den Therapieteilnehmern] möglicherweise gelyncht worden. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• […], που με κορόιδεψε. |
[…], dass sie [Anna] mich an der Nase herumgeführt hatte. [sc.: mir (jahrelang) etwas (Wesentliches) verschwiegen, mir nicht die Wahrheit gesagt hatte] [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο] |
• το ’χε μάλιστα καμάρι πως κανείς ποτέ δεν τον είχε κοροϊδέψει |
und [er] sogar stolz darauf war, dass ihn dabei noch keiner hereingelegt hatte [sc.: dass er es immer erkannt hatte, wenn ihm jemand ein anderes (qualitativ schlechteres) Getränk als Whisky der Marke "Johnnie Walker" vorzusetzen versucht hatte] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• [...] κι όλη η παλιοπαρέα [...] τον κορόιδευε πίσω από την πλάτη του |
während [wörtl.: und] die ganze Bande [sc. die Runde der Pub-Besucher] […] ihn hinter seinem Rücken auslachte [weil er nicht merkte, dass ihm der Barmann ein anderes Getränk als das von ihm gewünschte serviert hatte] [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
Weitere Wörter:
- ΚΟΝΤΑ...κοντά 1. από κοντά: • Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. ° Als erster rührte sich Siemos. [sc. als erster von jenen,...
- ΚΟΝΤΕΥΩ...κοντεύω • Ξεκινήσαμε επαναστάσεις και κοντεύουμε να γίνουμε παραμυθάδες που αναμασάνε ηδονικές στιγμές του παρελθόντος....
- ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΩ...κοντοστέκομαι [bzw.] κοντοστέκω • Ένας άντρας [...] κοντοστάθηκε και τον κοίταξε επιτιμητικά. Ein Mann […] blieb kurz stehen und sah ihn tadelnd an. [GF+DF aus:...
- ΚΟΝΤΡΑ...κόντρα 1. πηγαίνω κόντρα: αντιστέκομαι, φέρνω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι [ΛΜΠ] [bzw.] μου πάει κόντρα: μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ’ ό,τι εγώ,...
- ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ, το...κοντραπλακέ, το (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: κόντρα πλακέ,...
- ΚΟΠΑΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κοπανισμένος, -η, -ο s. unter κοπανώ // κοπανίζω (Z 4) ...
- ΚΟΠΑΝΩ // ΚΟΠΑΝΙΖΩ...κοπανώ (-άς) // κοπανίζω 1. κοπανώ (bzw. κοπανάω) – κοπανίζω: - Ιορδανίδου (S 365), in Zusammenhang mit dem Begriff "κοπανάω": Ο τύπος "κοπανίζω" (......
- ΚΟΡΑΚΙ, το...κοράκι, το = der Rabe [Pons online // ebenso: Όσες φορές] [aber auch]: • Τα κοράκια πέφτουν κράζοντας στο ξέφωτο και καταλύουν πάνω στα πεύκα....
- ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...
- ΚΟΡΟΙΔΟ, το...richtig: ΚΟΡΟΪΔΟ, το ...
- ΚΟΡΟΪΔΟ, το...κορόιδο,...
- ΚΟΡΟΝΑ, η...κορόνα, η s. κορώνα, η ...
- ΚΟΡΩΝΑ, η...κορώνα, η (bzw. κορόνα, η) 1) die Krone [eines Herrschers] 2) die Krone [Währung] 3) [in Zusammenhang mit Gesangsinterpretationen etc.]: • εκείνα ακριβώς τα [......
- ΚΟΣΜΑΚΗΣ, ο...κοσμάκης, ο = die kleinen Leute [im Gegensatz zu Reichen, Großbürgern etc.] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΟΣΜΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοσμικός, -ή, -ό • της άρεσε η κοσμική ζωή ° sie liebte das mondäne Leben [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] • η γιορτή μόλις άρχιζε,...
- ΚΟΣΜΟΣ, ο...κόσμος, ο 1. Grundbedeutungen: a) die Welt b) die Leute 2. του κόσμου [Adjektiv] ° ~ eine (Un-)Menge / jede Menge / alle möglichen [etc.] π.χ.:...
- ΚΟΣΤΙΖΩ...κοστίζω μου κοστίζει ° es trifft mich (schwer / hart) / es schmerzt mich / es geht mir zu Herzen [etc.] – zB.: • Του κόστισε ο θάνατος της μητέρας του....
- ΚΟΣΤΟΣ, το...κόστος, το (κάτι) έχει κόστος: • Προπάντων έχει κόστος σε οικονομική μεγέθυνση και σε απασχόληση. ° Vor allem aber kostet sie [sc....