κοστίζω
μου κοστίζει ° es trifft mich (schwer / hart) / es schmerzt mich / es geht mir zu Herzen [etc.] – zB.:
• Του κόστισε ο θάνατος της μητέρας του.
• Της κόστισε πολύ που την παράτησε ο άντρας της.
• Το ’χανε για σίγουρο πως θα πετύχει ο γιος τους στις εξετάσεις και τους κοστίζει τώρα (που δεν πέτυχε).
• Αυτό τού κόστισε πολύ. ° Das hat ihn sehr getroffen. [dass das Mädchen beim Anblick seiner abgenützten Schuhe nichts mehr mit ihm zu tun haben wollte und ihres Weges ging] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
• Δεν πίστευα ότι ο αποχωρισμός θα μου κόστιζε τόσο. ° Ich habe nicht gedacht, dass mir der Abschied [von diesem Land] so zu Herzen gehen (so schwer fallen) würde. [Eigenübersetzung]
• μου κόστισε πολύ που έφυγα από το Παρίσι ° es schmerzte mich sehr, Paris [nach dem Ende der dort absolvierten Ausbildung] wieder zu verlassen [Eigenübersetzung]
• και η αίσθηση ότι κανείς δεν τον θυμόταν, κανείς δεν τον υπολόγιζε, του κόστιζε αφάνταστα ° und das Gefühl, dass keiner an ihn dachte, niemand ihn zur Kenntnis nahm, setzte ihm furchtbar zu [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
Weitere Wörter:
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...
- ΚΟΡΟΙΔΕΥΩ ...richtig: ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ ...
- ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ...κοροϊδεύω • Σε κορόιδεψαν. Man hat dich zum Narren gehalten. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] • Με κοροϊδεύεις; Willst du mich verulken?...
- ΚΟΡΟΪΔΟ, το...κορόιδο,...
- ΚΟΡΟΙΔΟ, το...richtig: ΚΟΡΟΪΔΟ, το ...
- ΚΟΡΟΝΑ, η...κορόνα, η s. κορώνα, η ...
- ΚΟΡΩΝΑ, η...κορώνα, η (bzw. κορόνα, η) 1) die Krone [eines Herrschers] 2) die Krone [Währung] 3) [in Zusammenhang mit Gesangsinterpretationen etc.]: • εκείνα ακριβώς τα [......
- ΚΟΣΜΑΚΗΣ, ο...κοσμάκης, ο = die kleinen Leute [im Gegensatz zu Reichen, Großbürgern etc.] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΟΣΜΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοσμικός, -ή, -ό • της άρεσε η κοσμική ζωή ° sie liebte das mondäne Leben [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] • η γιορτή μόλις άρχιζε,...
- ΚΟΣΜΟΣ, ο...κόσμος, ο 1. Grundbedeutungen: a) die Welt b) die Leute 2. του κόσμου [Adjektiv] ° ~ eine (Un-)Menge / jede Menge / alle möglichen [etc.] π.χ.:...
- ΚΟΣΤΟΣ, το...κόστος, το (κάτι) έχει κόστος: • Προπάντων έχει κόστος σε οικονομική μεγέθυνση και σε απασχόληση. ° Vor allem aber kostet sie [sc....
- ΚΟΤΣΙΑ, τα...κότσια, τα • Και μάλιστα να μην έχει ούτε τα κότσια να σε κοιτάξει στα μάτια. ° Und hat dabei nicht mal den Mumm, dir ins Gesicht zu sehn. [DF+GF aus: Schulze:...
- ΚΟΥΒΕΝΤΑ, η...κουβέντα, η 1. Grundbedeutungen: a) das Wort b) die Unterhaltung [iS von: Gespräch] 2.1. χωρίς δεύτερη κουβέντα:...
- ΚΟΥΚΟΥΕΣ, ο...Κουκουές, ο = member of the KKE [Mackridge, S. 331] ...
- ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΥ, το...κουκουρίκου, το • [...] όπως καμπυλώνεται ο λαιμός του κόκορα λίγο πριν βγάλει το "κουκουρίκου" του. [Κ. Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων, σ....
- ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΣ, ο...κουλτουριάρης, ο • Κουλτουριάρης, κατάλαβα ... ° Kultur-Schickimicki [bist du (da du dir im Fernsehen nur die Nachrichten ansiehst)], verstehe … [GF+DF aus:...
- ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ, η / ΚΟΥΜΠΟΥΡΙ, το...κουμπούρα, η / κουμπούρι, το = πιστόλι παλαιού τύπου [ΛΜΠ] s. auch Νατσ., S. 243 f. sowie S. 526, 6. bis 9. Z. ...
- ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑ, η...κουμπουριά, η = ο πυροβολισμός από πιστόλι (συν.: πιστολιά) [ΛΜΠ] ...
- ΚΟΥΝΙΑΔΑ, η...κουνιάδα, η = die Schwägerin [und zwar: die Schwester des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: νύφη, η (Z 1c)] ...