κουκουρίκου, το


• [...] όπως καμπυλώνεται ο λαιμός του κόκορα λίγο πριν βγάλει το "κουκουρίκου" του.   [Κ. Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων, σ. 357]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΟΡΟΝΑ, η...κορόνα, η s. κορώνα, η ...
  • ΚΟΡΩΝΑ, η...κορώνα, η (bzw. κορόνα, η) 1) die Krone [eines Herrschers] 2) die Krone [Währung] 3) [in Zusammenhang mit Gesangsinterpretationen etc.]: • εκείνα ακριβώς τα [......
  • ΚΟΣΜΑΚΗΣ, ο...κοσμάκης, ο = die kleinen Leute [im Gegensatz zu Reichen, Groß­bür­gern etc.] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
  • ΚΟΣΜΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοσμικός, -ή, -ό • της άρεσε η κοσμική ζωή ° sie liebte das mondäne Leben [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] • η γιορτή μόλις άρχιζε,...
  • ΚΟΣΜΟΣ, ο...κόσμος, ο 1. Grundbedeutungen: a) die Welt b) die Leute 2. του κόσμου [Adjektiv] ° ~ eine (Un-)Menge / jede Menge / alle möglichen [etc.] π.χ.:...
  • ΚΟΣΤΙΖΩ...κοστίζω μου κοστίζει ° es trifft mich (schwer / hart) / es schmerzt mich / es geht mir zu Herzen [etc.] – zB.: • Του κόστισε ο θάνατος της μητέρας του....
  • ΚΟΣΤΟΣ, το...κόστος, το (κάτι) έχει κόστος: • Προπάντων έχει κόστος σε οικονομική μεγέθυνση και σε απασχόληση. ° Vor allem aber kostet sie [sc....
  • ΚΟΤΣΙΑ, τα...κότσια, τα • Και μάλιστα να μην έχει ούτε τα κότσια να σε κοιτάξει στα μάτια. ° Und hat dabei nicht mal den Mumm, dir ins Gesicht zu sehn. [DF+GF aus: Schulze:...
  • ΚΟΥΒΕΝΤΑ, η...κουβέντα, η 1. Grundbedeutungen: a) das Wort b) die Unterhaltung [iS von: Gespräch] 2.1. χωρίς δεύτερη κουβέντα:...
  • ΚΟΥΚΟΥΕΣ, ο...Κουκουές, ο = member of the KKE [Mackridge, S. 331] ...
Nachher:
  • ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΣ, ο...κουλτουριάρης, ο • Κουλτουριάρης, κατάλαβα ... ° Kultur-Schickimicki [bist du (da du dir im Fernsehen nur die Nachrichten ansiehst)], verstehe … [GF+DF aus:...
  • ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ, η / ΚΟΥΜΠΟΥΡΙ, το...κουμπούρα, η / κουμπούρι, το = πιστόλι παλαιού τύπου [ΛΜΠ] s. auch Νατσ., S. 243 f. sowie S. 526, 6. bis 9. Z. ...
  • ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑ, η...κουμπουριά, η = ο πυροβολισμός από πιστόλι (συν.: πιστολιά) [ΛΜΠ] ...
  • ΚΟΥΝΙΑΔΑ, η...κουνιάδα, η = die Schwägerin [und zwar: die Schwester des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: νύφη, η (Z 1c)] ...
  • ΚΟΥΝΙΑΔΟΣ, ο...κουνιάδος, ο = der Schwager [und zwar: der Bruder des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: γαμπρός, ο (lit. c)] ...
  • ΚΟΥΝΩ...κουνώ (-άς) • "Έι! ... Έι! ..." του φώναξε κουνώντας πολλές φορές το χέρι του, κι εκείνος ευαρε­στήθηκε κάποτε να κουνήσει μια φορά το δικό του. ° "He! … He!...
  • ΚΟΥΡΝΙΑΖΩ...κουρνιάζω • πάντως η γάτα έχει κουρνιάσει στην αγκαλιά της ° die Katze hat sich jedenfalls in ihre [= der Frau] Arme gekuschelt [GF+DF aus: Μάρκαρης:...
  • ΚΟΥΡΣΑ, η...κούρσα, η • μια εξαθέσια μαύρη κούρσα ° eine riesige [wörtl.: sechssitzige] schwarze Limousine [GF+DF aus: Βασιλικός:...
  • ΚΟΥΤΟΥΚΙ, το...κουτούκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] ° denn abgesehen davon,...