κόσμος, ο
1. Grundbedeutungen:
a) die Welt
b) die Leute
2. του κόσμου [Adjektiv] ° ~ eine (Un-)Menge / jede Menge / alle möglichen [etc.]
π.χ.:
• Δώσαμε του κόσμου τα λεφτά για ν’ αγοράσουμε το τροχόσπιτο. |
Wir haben ~eine (Un-)Menge Geld ausgegeben, um den Wohnwagen zu kaufen. |
• δουλεύει μέρα-νύχτα, βγάζει του κόσμου τα λεφτά |
er arbeitet Tag und Nacht, verdient jede Menge Geld [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] |
• […] που βγάζουνε του κόσμου τα λεφτά |
[…], die jede Menge Geld machen [sc. Ärzte und Ingenieure] [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι] |
• Σκέφτηκα μ’ απελπισία πως θα ξόδευα του κόσμου τα λεφτά [...]. |
Verzweifelt dachte ich daran, dass ich einen Haufen Geld würde ausgeben müssen, […]. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
• Όλα αυτά κοστίσανε του κόσμου τα λεφτά. |
All das [sc. die Ski-Ausrüstung meiner Tochter] hat eine Unsumme gekostet. // All das hat ein Vermögen gekostet. [GF + (synonyme) DF aus: Μηλιώνης: Καλαμάς] |
• [...] άρχισαν να την κυνηγούν και να την περιλούζουν με του κόσμου τα λόγια |
dann rannten sie hinter ihr her und überschütteten sie mit allen möglichen Ausdrücken [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• Δε σου λέω, είχε κι αυτός [...] του κόσμου τα ελαττώματα. |
Ich will es nicht bestreiten, auch dieser […(Mann)] hatte alle möglichen Fehler. [GF+DF aus: Ταχτσής: Στεφάνι] |
• Ένας αγόρασε κάποτε σε σκλαβοπάζαρο ένα δούλο μαύρο. Νομίζοντας, όμως, πως το χρώμα του αυτό είναι από την απλυσιά, άρχισε να χαλάει του κόσμου τα σαπούνια, για να τον ασπρίσει. Βέβαια, δεν έκανε τίποτα. [Νατσ., σ. 519] |
--- |
• Η μητέρα είχε του κόσμου τις δουλειές. Δεν είχε καιρό ν’ απαντήσει. [Γ. Γρηγοριάδου-Σουρέλη: Εμένα με νοιάζει, S. 107] |
3. χαλάει ο κόσμος:
γίνεται μεγάλη αναταραχή, θόρυβος ή καταστροφή [ΛΚΝ] // υπάρχει μεγάλη αναστάτωση [ΛΜΠ] // γίνεται κάτι το κακό, π.χ. πόλεμος, φωτιά, πλημμύρα, δυνατή βροχή, φουρτούνα, θύελλα, μεγάλος θόρυβος, μεγάλη διαδήλωση κτλ. [ΛΔΗ]
π.χ.:
• Έξω χαλάει ο κόσμος από τους διαδηλωτές / το τουφεκίδι / τη βροχή. [ΛΚΝ] |
--- |
• Έβρεξε χτες εδώ; – [Αntwort:] Χάλασ’ ο κόσμος! [ΛΔΗ] |
--- |
• Τι έγινε την Κυριακή στην Λάρισα; – [Αntwort:] Διαδήλωση για το ποδόσφαιρο που χάλασ’ ο κόσμος. [ΛΔΗ] |
--- |
• Τα Σάββατα το μεσημέρι χαλάει ο κόσμος στο Κολωνάκι. |
Samstag zu Mittag ist die Hölle los in Kolonaki. [GF+DF aus: 13 Schreiber schreiben] |
• Τις πρωινές ώρες προπάντω[ν] χαλά ο κόσμος. |
Besonders in den Morgenstunden ist der Teufel los. [d.h. dann ist der feindliche Artilleriebeschuss unserer Schützengräben besonders heftig] [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] |
• "Έξω χαλάει ο κόσμος, δεν ακούς;" Πραγματικά μαζί με το θόρυβο της κουρασμένης μηχανής του αυτοκινήτου ερχόταν το χτύπημα της βροχής πάνω στη στέγη κι οι εκρήξεις των κεραυνών. Οι αστραπές περνούσαν απ’ το μικρό σιδερόφρακτο παράθυρο [...] |
"Draußen ist die Hölle los. Hörst du nicht?" Tatsächlich, in den Lärm des müden [Auto-]Motors mischten sich das Trommeln des Regens, der aufs Dach schlug, und der Donner. Die Blitze schossen vor dem kleinen vergitterten Fenster [des Polizeiautos] vorbei, […] [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] |
4. σηκώνω τον κόσμο:
• ήξερε πως η μάνα της θα σήκωνε τον κόσμο ° sie wusste, dass diese [= ihre Mutter] ein Mordsgeschrei angestellt hätte [wenn sie ihr das erzählt hätte] [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
- ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...
- ΚΟΡΟΙΔΕΥΩ ...richtig: ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ ...
- ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ...κοροϊδεύω • Σε κορόιδεψαν. Man hat dich zum Narren gehalten. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] • Με κοροϊδεύεις; Willst du mich verulken?...
- ΚΟΡΟΪΔΟ, το...κορόιδο,...
- ΚΟΡΟΙΔΟ, το...richtig: ΚΟΡΟΪΔΟ, το ...
- ΚΟΡΟΝΑ, η...κορόνα, η s. κορώνα, η ...
- ΚΟΡΩΝΑ, η...κορώνα, η (bzw. κορόνα, η) 1) die Krone [eines Herrschers] 2) die Krone [Währung] 3) [in Zusammenhang mit Gesangsinterpretationen etc.]: • εκείνα ακριβώς τα [......
- ΚΟΣΜΑΚΗΣ, ο...κοσμάκης, ο = die kleinen Leute [im Gegensatz zu Reichen, Großbürgern etc.] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΟΣΜΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοσμικός, -ή, -ό • της άρεσε η κοσμική ζωή ° sie liebte das mondäne Leben [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] • η γιορτή μόλις άρχιζε,...
- ΚΟΣΤΙΖΩ...κοστίζω μου κοστίζει ° es trifft mich (schwer / hart) / es schmerzt mich / es geht mir zu Herzen [etc.] – zB.: • Του κόστισε ο θάνατος της μητέρας του....
- ΚΟΣΤΟΣ, το...κόστος, το (κάτι) έχει κόστος: • Προπάντων έχει κόστος σε οικονομική μεγέθυνση και σε απασχόληση. ° Vor allem aber kostet sie [sc....
- ΚΟΤΣΙΑ, τα...κότσια, τα • Και μάλιστα να μην έχει ούτε τα κότσια να σε κοιτάξει στα μάτια. ° Und hat dabei nicht mal den Mumm, dir ins Gesicht zu sehn. [DF+GF aus: Schulze:...
- ΚΟΥΒΕΝΤΑ, η...κουβέντα, η 1. Grundbedeutungen: a) das Wort b) die Unterhaltung [iS von: Gespräch] 2.1. χωρίς δεύτερη κουβέντα:...
- ΚΟΥΚΟΥΕΣ, ο...Κουκουές, ο = member of the KKE [Mackridge, S. 331] ...
- ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΥ, το...κουκουρίκου, το • [...] όπως καμπυλώνεται ο λαιμός του κόκορα λίγο πριν βγάλει το "κουκουρίκου" του. [Κ. Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων, σ....
- ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΣ, ο...κουλτουριάρης, ο • Κουλτουριάρης, κατάλαβα ... ° Kultur-Schickimicki [bist du (da du dir im Fernsehen nur die Nachrichten ansiehst)], verstehe … [GF+DF aus:...
- ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ, η / ΚΟΥΜΠΟΥΡΙ, το...κουμπούρα, η / κουμπούρι, το = πιστόλι παλαιού τύπου [ΛΜΠ] s. auch Νατσ., S. 243 f. sowie S. 526, 6. bis 9. Z. ...
- ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑ, η...κουμπουριά, η = ο πυροβολισμός από πιστόλι (συν.: πιστολιά) [ΛΜΠ] ...