κορόνα, η
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ, το...κοντραπλακέ, το (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: κόντρα πλακέ,...
- ΚΟΠΑΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κοπανισμένος, -η, -ο s. unter κοπανώ // κοπανίζω (Z 4) ...
- ΚΟΠΑΝΩ // ΚΟΠΑΝΙΖΩ...κοπανώ (-άς) // κοπανίζω 1. κοπανώ (bzw. κοπανάω) – κοπανίζω: - Ιορδανίδου (S 365), in Zusammenhang mit dem Begriff "κοπανάω": Ο τύπος "κοπανίζω" (......
- ΚΟΡΑΚΙ, το...κοράκι, το = der Rabe [Pons online // ebenso: Όσες φορές] [aber auch]: • Τα κοράκια πέφτουν κράζοντας στο ξέφωτο και καταλύουν πάνω στα πεύκα....
- ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...
- ΚΟΡΟΙΔΕΥΩ ...richtig: ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ ...
- ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ...κοροϊδεύω • Σε κορόιδεψαν. Man hat dich zum Narren gehalten. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] • Με κοροϊδεύεις; Willst du mich verulken?...
- ΚΟΡΟΪΔΟ, το...κορόιδο,...
- ΚΟΡΟΙΔΟ, το...richtig: ΚΟΡΟΪΔΟ, το ...
Nachher:
- ΚΟΡΩΝΑ, η...κορώνα, η (bzw. κορόνα, η) 1) die Krone [eines Herrschers] 2) die Krone [Währung] 3) [in Zusammenhang mit Gesangsinterpretationen etc.]: • εκείνα ακριβώς τα [......
- ΚΟΣΜΑΚΗΣ, ο...κοσμάκης, ο = die kleinen Leute [im Gegensatz zu Reichen, Großbürgern etc.] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΟΣΜΙΚΟΣ, -ή, -ό...κοσμικός, -ή, -ό • της άρεσε η κοσμική ζωή ° sie liebte das mondäne Leben [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο] • η γιορτή μόλις άρχιζε,...
- ΚΟΣΜΟΣ, ο...κόσμος, ο 1. Grundbedeutungen: a) die Welt b) die Leute 2. του κόσμου [Adjektiv] ° ~ eine (Un-)Menge / jede Menge / alle möglichen [etc.] π.χ.:...
- ΚΟΣΤΙΖΩ...κοστίζω μου κοστίζει ° es trifft mich (schwer / hart) / es schmerzt mich / es geht mir zu Herzen [etc.] – zB.: • Του κόστισε ο θάνατος της μητέρας του....
- ΚΟΣΤΟΣ, το...κόστος, το (κάτι) έχει κόστος: • Προπάντων έχει κόστος σε οικονομική μεγέθυνση και σε απασχόληση. ° Vor allem aber kostet sie [sc....
- ΚΟΤΣΙΑ, τα...κότσια, τα • Και μάλιστα να μην έχει ούτε τα κότσια να σε κοιτάξει στα μάτια. ° Und hat dabei nicht mal den Mumm, dir ins Gesicht zu sehn. [DF+GF aus: Schulze:...
- ΚΟΥΒΕΝΤΑ, η...κουβέντα, η 1. Grundbedeutungen: a) das Wort b) die Unterhaltung [iS von: Gespräch] 2.1. χωρίς δεύτερη κουβέντα:...
- ΚΟΥΚΟΥΕΣ, ο...Κουκουές, ο = member of the KKE [Mackridge, S. 331] ...