κουρνιάζω


• πάντως η γάτα έχει κουρνιάσει στην αγκαλιά της  °  die Katze hat sich jedenfalls in ihre [= der Frau] Arme gekuschelt   [GF+DF aus: Μάρκαρης: Δελτίο]

• είχαν κουρνιάσει και τα δυο κάτω απ’ την καρέκλα της  °  beide Tiere [Hund und Katze] lagen zusammengerollt unter ihrem [= Fewronías] Stuhl   [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΟΤΣΙΑ, τα...κότσια, τα • Και μάλιστα να μην έχει ούτε τα κότσια να σε κοιτάξει στα μάτια. ° Und hat dabei nicht mal den Mumm, dir ins Gesicht zu sehn. [DF+GF aus: Schulze:...
  • ΚΟΥΒΕΝΤΑ, η...κουβέντα, η 1. Grundbedeutungen: a) das Wort b) die Unterhaltung [iS von: Gespräch] 2.1. χωρίς δεύτερη κουβέντα:...
  • ΚΟΥΚΟΥΕΣ, ο...Κουκουές, ο = member of the KKE [Mackridge, S. 331] ...
  • ΚΟΥΚΟΥΡΙΚΟΥ, το...κουκουρίκου, το • [...] όπως καμπυλώνεται ο λαιμός του κόκορα λίγο πριν βγάλει το "κουκουρίκου" του. [Κ. Παπά: Σ’ ένα γυμνάσιο θηλέων, σ....
  • ΚΟΥΛΤΟΥΡΙΑΡΗΣ, ο...κουλτουριάρης, ο • Κουλτουριάρης, κατάλαβα ... ° Kultur-Schickimicki [bist du (da du dir im Fernsehen nur die Nachrichten ansiehst)], verstehe … [GF+DF aus:...
  • ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ, η / ΚΟΥΜΠΟΥΡΙ, το...κουμπούρα, η / κουμπούρι, το = πιστόλι παλαιού τύπου [ΛΜΠ] s. auch Νατσ., S. 243 f. sowie S. 526, 6. bis 9. Z. ...
  • ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑ, η...κουμπουριά, η = ο πυροβολισμός από πιστόλι (συν.: πιστολιά) [ΛΜΠ] ...
  • ΚΟΥΝΙΑΔΑ, η...κουνιάδα, η = die Schwägerin [und zwar: die Schwester des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: νύφη, η (Z 1c)] ...
  • ΚΟΥΝΙΑΔΟΣ, ο...κουνιάδος, ο = der Schwager [und zwar: der Bruder des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: γαμπρός, ο (lit. c)] ...
  • ΚΟΥΝΩ...κουνώ (-άς) • "Έι! ... Έι! ..." του φώναξε κουνώντας πολλές φορές το χέρι του, κι εκείνος ευαρε­στήθηκε κάποτε να κουνήσει μια φορά το δικό του. ° "He! … He!...
Nachher:
  • ΚΟΥΡΣΑ, η...κούρσα, η • μια εξαθέσια μαύρη κούρσα ° eine riesige [wörtl.: sechssitzige] schwarze Limousine [GF+DF aus: Βασιλικός:...
  • ΚΟΥΤΟΥΚΙ, το...κουτούκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] ° denn abgesehen davon,...
  • ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ, το...κουτόχορτο, το δεν τρώω κουτόχορτο ([bzw. auch:] δεν τρώω άχυρο) ° δεν είμαι κουτός [Εμμ....
  • ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ, ο...κουτσαβάκης, ο Κάποτε τρομοκρατούσαν την Αθήνα οι κουτσαβάκηδες, γνωστοί παλικαράδες,...
  • ΚΟΥΤΣΟΣ, -ή, -ό...κουτσός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: lahm, hinkend 2. κουτσά-στραβά ° μ’ όλες τις μικρές δυνάμεις / πρόχειρα / όπως-όπως [ΛΔΗ] Συνήθως λέγεται:...
  • ΚΟΦ’ ΤΟ...κόφ’ το s. unter κόβω (Z 8) ...
  • ΚΟΦΤΗΣ, ο...κόφτης, ο = άνδρας που έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες / μεγάλος κατακτητής γυναικών [ΛΔΑ] π.χ.: • "Αχ, βρε κόφτη, βρε τσαχπίνη / δεν το κρύβω,...
  • ΚΡΑΤΟΣ, το...κράτος, το 1. Grundbedeutung: der Staat 2. κατά κράτος:...
  • ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ, το...κρατούμενο, το ένα το κρατούμενο: Bedeutung: - για κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψη ή να μην το λησμονήσουμε [ΛΚΡ, σ....