κόφ’ το
s. unter κόβω (Z 8)
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΟΥΜΠΟΥΡΙΑ, η...κουμπουριά, η = ο πυροβολισμός από πιστόλι (συν.: πιστολιά) [ΛΜΠ] ...
- ΚΟΥΝΙΑΔΑ, η...κουνιάδα, η = die Schwägerin [und zwar: die Schwester des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: νύφη, η (Z 1c)] ...
- ΚΟΥΝΙΑΔΟΣ, ο...κουνιάδος, ο = der Schwager [und zwar: der Bruder des Ehepartners (sc. des Ehemanns oder der Ehefrau)] [Anm.: vgl.: γαμπρός, ο (lit. c)] ...
- ΚΟΥΝΩ...κουνώ (-άς) • "Έι! ... Έι! ..." του φώναξε κουνώντας πολλές φορές το χέρι του, κι εκείνος ευαρεστήθηκε κάποτε να κουνήσει μια φορά το δικό του. ° "He! … He!...
- ΚΟΥΡΝΙΑΖΩ...κουρνιάζω • πάντως η γάτα έχει κουρνιάσει στην αγκαλιά της ° die Katze hat sich jedenfalls in ihre [= der Frau] Arme gekuschelt [GF+DF aus: Μάρκαρης:...
- ΚΟΥΡΣΑ, η...κούρσα, η • μια εξαθέσια μαύρη κούρσα ° eine riesige [wörtl.: sechssitzige] schwarze Limousine [GF+DF aus: Βασιλικός:...
- ΚΟΥΤΟΥΚΙ, το...κουτούκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] ° denn abgesehen davon,...
- ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ, το...κουτόχορτο, το δεν τρώω κουτόχορτο ([bzw. auch:] δεν τρώω άχυρο) ° δεν είμαι κουτός [Εμμ....
- ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ, ο...κουτσαβάκης, ο Κάποτε τρομοκρατούσαν την Αθήνα οι κουτσαβάκηδες, γνωστοί παλικαράδες,...
- ΚΟΥΤΣΟΣ, -ή, -ό...κουτσός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: lahm, hinkend 2. κουτσά-στραβά ° μ’ όλες τις μικρές δυνάμεις / πρόχειρα / όπως-όπως [ΛΔΗ] Συνήθως λέγεται:...
Nachher:
- ΚΟΦΤΗΣ, ο...κόφτης, ο = άνδρας που έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες / μεγάλος κατακτητής γυναικών [ΛΔΑ] π.χ.: • "Αχ, βρε κόφτη, βρε τσαχπίνη / δεν το κρύβω,...
- ΚΡΑΤΟΣ, το...κράτος, το 1. Grundbedeutung: der Staat 2. κατά κράτος:...
- ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ, το...κρατούμενο, το ένα το κρατούμενο: Bedeutung: - για κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψη ή να μην το λησμονήσουμε [ΛΚΡ, σ....
- ΚΡΑΤΩ...κρατώ (-άς und -είς) 1. Πώς είναι ο μπαμπάς; – Κρατάει ακόμα. ° Wie geht es [dem schwerkranken] Vater? – [A:] Noch hält er durch. [GF+DF aus: B. Mahmoody:...
- ΚΡΕΒΑΤΙ, το...κρεβάτι, το zur Schreibweise: - κρεβάτι [ΛΜΠ, ΛΚΝ, Pons online] - κρεββάτι [Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΡΕΜΑ, η...κρέμα, η η κρέμα γάλακτος:...
- ΚΡΕΜΑΖΩ...κρεμάζω Μερικές φορές αντί του ρήματος "κρεμώ" χρησιμοποιείται ο τύπος "κρεμάζω". [ΛΜΠ] ...
- ΚΡΕΜΟΜΑΙ...κρέμομαι 1. zur Grammatik: - intransitives Verb (ρήμα αμετάβατο) - wird nur im Präsens und im Paratatikos verwendet [Quelle: ΛΜΠ] 2. Bedeutung: [Anm.:...
- ΚΡΕΜΩ...κρεμώ (-άς) 1. zur Grammatik: - Form mit Stamm II: να (θα,…) κρεμάσω - Aorist: κρέμασα - Paratatikos: κρεμούσα - passive und reflexive Form:...