κρατούμενο, το
ένα το κρατούμενο:
Bedeutung:
- για κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψη ή να μην το λησμονήσουμε [ΛΚΡ, σ. 762]
- για κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψη [ΛΚΝ]
- για δεδομένο που κατά την πορεία μιας συστηματικής διερευνήσεως και επεξεργασίας στοιχείων απομονώνεται ως ιδιαίτερα σημαντικό για την απόδειξη ή ενίσχυση μιας θέσεως [ΛΜΠ]
π.χ.
• Δεν ξέρει από μαγαζί: έρχεται πελάτης, δεν τον καλωσορίζει: ένα το κρατούμενο! Μετά τον σερβίρει βαριεστημένα ... [ΛΜΠ / Anm.: drei Punkte im Original]
• "Η αστυνομία μού έφερε τα πράγματά του – ένα το κρατούμενο." Όρθωσε τον αντίχειρά της. "Δεύτερον, βρήκα το γράμμα στην ταξιδιωτική του τσάντα, δίχως γραμματόσημο. […]" ° "Die Polizei hat mir seine Sachen gegeben, ad eins." Sie stellte ihren rechten Daumen auf. "Ad zwei, ich hab den Brief in seiner Reisetasche gefunden, nicht frankiert. […]" [DF+GF aus: Schulze: Simple Storys]
• s. "ΕΝΑ" Nr. 43 v. 25.10.1984, S. 11
• s. auch "Ντέφι" Nr. 9, S. 22, linke Spalte, oben ("Ένα κρατούμενο.")
Weitere Wörter:
- ΚΟΥΝΩ...κουνώ (-άς) • "Έι! ... Έι! ..." του φώναξε κουνώντας πολλές φορές το χέρι του, κι εκείνος ευαρεστήθηκε κάποτε να κουνήσει μια φορά το δικό του. ° "He! … He!...
- ΚΟΥΡΝΙΑΖΩ...κουρνιάζω • πάντως η γάτα έχει κουρνιάσει στην αγκαλιά της ° die Katze hat sich jedenfalls in ihre [= der Frau] Arme gekuschelt [GF+DF aus: Μάρκαρης:...
- ΚΟΥΡΣΑ, η...κούρσα, η • μια εξαθέσια μαύρη κούρσα ° eine riesige [wörtl.: sechssitzige] schwarze Limousine [GF+DF aus: Βασιλικός:...
- ΚΟΥΤΟΥΚΙ, το...κουτούκι, το • γιατί εκτός που ξέρει όλες τις ταβέρνες, από κοσμικές και "στέκια" μέχρι κουτούκια, [...] ° denn abgesehen davon,...
- ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ, το...κουτόχορτο, το δεν τρώω κουτόχορτο ([bzw. auch:] δεν τρώω άχυρο) ° δεν είμαι κουτός [Εμμ....
- ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ, ο...κουτσαβάκης, ο Κάποτε τρομοκρατούσαν την Αθήνα οι κουτσαβάκηδες, γνωστοί παλικαράδες,...
- ΚΟΥΤΣΟΣ, -ή, -ό...κουτσός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: lahm, hinkend 2. κουτσά-στραβά ° μ’ όλες τις μικρές δυνάμεις / πρόχειρα / όπως-όπως [ΛΔΗ] Συνήθως λέγεται:...
- ΚΟΦ’ ΤΟ...κόφ’ το s. unter κόβω (Z 8) ...
- ΚΟΦΤΗΣ, ο...κόφτης, ο = άνδρας που έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες / μεγάλος κατακτητής γυναικών [ΛΔΑ] π.χ.: • "Αχ, βρε κόφτη, βρε τσαχπίνη / δεν το κρύβω,...
- ΚΡΑΤΟΣ, το...κράτος, το 1. Grundbedeutung: der Staat 2. κατά κράτος:...
- ΚΡΑΤΩ...κρατώ (-άς und -είς) 1. Πώς είναι ο μπαμπάς; – Κρατάει ακόμα. ° Wie geht es [dem schwerkranken] Vater? – [A:] Noch hält er durch. [GF+DF aus: B. Mahmoody:...
- ΚΡΕΒΑΤΙ, το...κρεβάτι, το zur Schreibweise: - κρεβάτι [ΛΜΠ, ΛΚΝ, Pons online] - κρεββάτι [Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΡΕΜΑ, η...κρέμα, η η κρέμα γάλακτος:...
- ΚΡΕΜΑΖΩ...κρεμάζω Μερικές φορές αντί του ρήματος "κρεμώ" χρησιμοποιείται ο τύπος "κρεμάζω". [ΛΜΠ] ...
- ΚΡΕΜΟΜΑΙ...κρέμομαι 1. zur Grammatik: - intransitives Verb (ρήμα αμετάβατο) - wird nur im Präsens und im Paratatikos verwendet [Quelle: ΛΜΠ] 2. Bedeutung: [Anm.:...
- ΚΡΕΜΩ...κρεμώ (-άς) 1. zur Grammatik: - Form mit Stamm II: να (θα,…) κρεμάσω - Aorist: κρέμασα - Paratatikos: κρεμούσα - passive und reflexive Form:...
- ΚΡΙΜΑ [bzw.] ΚΡΙΜΑ, το...κρίμα [bzw.] κρίμα, το Ι. [Verwendung als Adverb bzw. Ausruf]: 1) schade [bzw.] leider 2) schlimm: • κρίμα για το παιδί της κυρίας Σ....
- ΚΡΙΝΑΚΙ, το...κρινάκι, το • Φορούσε μακρύ φόρεμα με κρινάκια, καπέλο με πλαστικά φραγκοστάφυλα. ° Sie trug ein langes Kleid mit Lilienblüten, einen Hut mit Plastikweintrauben....
- ΚΡΙΝΩ...κρίνω 1. Grundbedeutungen: a) urteilen b) beurteilen c) halten / erachten / befinden (für / als) d) entscheiden [iS von: ausschlaggebend sein (für)] 2....