κρέμομαι
1. zur Grammatik:
- intransitives Verb (ρήμα αμετάβατο)
- wird nur im Präsens und im Paratatikos verwendet
[Quelle: ΛΜΠ]
2. Bedeutung:
[Anm.: Zur Unterscheidung zwischen κρέμομαι, κρεμώ und κρεμιέμαι: s. unter κρεμώ (Z 2)]
2.1. είμαι στερεωμένος σε σταθερό σημείο ψηλά και αιωρούμαι – π.χ.:
• το φωτιστικό κρέμεται από το ταβάνι
2.2. (μτφ.) εξαρτώμαι από κάποιον παράγοντα – π.χ.:
• όλοι κρεμόμαστε από σένα
Φράσεις (μτφ.):
a) κρέμομαι / κρεμιέμαι από τον λαιμό (κάποιου):
αποθέτω σε κάποιον κάθε ελπίδα μου, βασίζομαι ολοκληρωτικά σε αυτόν – π.χ.:
• μια οικογένεια κρέμεται απ’ τον λαιμό του, για να ζήσει
b) κρέμομαι από το στόμα / τα χείλη (κάποιου):
είμαι γοητευμένος από τον τρόπο που μιλάει κάποιος, έχω στρέψει όλη μου την προσοχή στα λόγια κάποιου, αποδίδω μεγάλη σημασία σε ό,τι λέει – π.χ.:
• όλοι κρέμονταν από το στόμα τού καθηγητή την ώρα που εξηγούσε τα θέματα των εξετάσεων
• *)
c) κρέμομαι από μια κλωστή:
βρίσκομαι σε κρίσιμη κατάσταση – π.χ.:
• η υγεία του / η ζωή του κρέμεται από μία κλωστή
[Quelle: ΛΜΠ]
*) weitere einschlägige BSe:
• Κι όλοι κρεμόντουσαν από τα μεθυσμένα χείλη του. |
Alle [im Lokal] hingen an seinen betrunkenen Lippen [als er das Gedicht rezitierte]. [GF+DF aus: Σκούρτης: Μπαρμπα-Τζωρτζ] |
• αλλά μόλις άνοιξε το στόμα του κι όλοι κρεμάστηκαν απ’ αυτό ** |
als er aber den Mund öffnete und alle an seinen Lippen hingen [Anm.: weil sie seinen Namen erfahren wollten (den er ihnen jetzt zu sagen beabsichtigte)] [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] |
• "Δάσκαλε" έκανε παρακαλεστικά ο Σβαρνιάς. "Τι λέει, μωρέ, αυτός [ο Αντώνης]; Έχει δίκιο;" – Όλοι κρεμάστηκαν απ’ τα χείλη του Δασκάλου. ** [Μ. Λουντέμης: Ο Γολγοθάς μιας ελπίδας, σ. 51] |
--- |
**) [Anm.: Hier (vermutl. grammatikalisch unrichtig) abgeleitet nicht von κρέμομαι, sondern von κρεμώ!]
im gleichen Sinne:
• Όλη τη νύχτα [ο Άρης] κρεμόταν απ’ τα μάτια του [δηλ. του Γιάννη] περιμένοντας ν’ αρχίσει κείνος [να μιλά]. Γιατί σώπαινε [ο Γιάννης]; [Μ. Λουντέμης: Οι κερασιές θ’ ανθίσουν και φέτος, σ. 293] |
--- |
• "και σ’ ένα βράδυ γυρισμού / στα μάτια σου κρεμάστηκα" [Τ. Θωμαΐδου: τραγούδι "Έμεινες όνειρο"] |
--- |
Weitere Wörter:
- ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΗΣ, ο...κουτσαβάκης, ο Κάποτε τρομοκρατούσαν την Αθήνα οι κουτσαβάκηδες, γνωστοί παλικαράδες,...
- ΚΟΥΤΣΟΣ, -ή, -ό...κουτσός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: lahm, hinkend 2. κουτσά-στραβά ° μ’ όλες τις μικρές δυνάμεις / πρόχειρα / όπως-όπως [ΛΔΗ] Συνήθως λέγεται:...
- ΚΟΦ’ ΤΟ...κόφ’ το s. unter κόβω (Z 8) ...
- ΚΟΦΤΗΣ, ο...κόφτης, ο = άνδρας που έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες / μεγάλος κατακτητής γυναικών [ΛΔΑ] π.χ.: • "Αχ, βρε κόφτη, βρε τσαχπίνη / δεν το κρύβω,...
- ΚΡΑΤΟΣ, το...κράτος, το 1. Grundbedeutung: der Staat 2. κατά κράτος:...
- ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟ, το...κρατούμενο, το ένα το κρατούμενο: Bedeutung: - για κάτι που πρέπει να το έχουμε υπόψη ή να μην το λησμονήσουμε [ΛΚΡ, σ....
- ΚΡΑΤΩ...κρατώ (-άς und -είς) 1. Πώς είναι ο μπαμπάς; – Κρατάει ακόμα. ° Wie geht es [dem schwerkranken] Vater? – [A:] Noch hält er durch. [GF+DF aus: B. Mahmoody:...
- ΚΡΕΒΑΤΙ, το...κρεβάτι, το zur Schreibweise: - κρεβάτι [ΛΜΠ, ΛΚΝ, Pons online] - κρεββάτι [Ζατέλη: Φως] ...
- ΚΡΕΜΑ, η...κρέμα, η η κρέμα γάλακτος:...
- ΚΡΕΜΑΖΩ...κρεμάζω Μερικές φορές αντί του ρήματος "κρεμώ" χρησιμοποιείται ο τύπος "κρεμάζω". [ΛΜΠ] ...
- ΚΡΕΜΩ...κρεμώ (-άς) 1. zur Grammatik: - Form mit Stamm II: να (θα,…) κρεμάσω - Aorist: κρέμασα - Paratatikos: κρεμούσα - passive und reflexive Form:...
- ΚΡΙΜΑ [bzw.] ΚΡΙΜΑ, το...κρίμα [bzw.] κρίμα, το Ι. [Verwendung als Adverb bzw. Ausruf]: 1) schade [bzw.] leider 2) schlimm: • κρίμα για το παιδί της κυρίας Σ....
- ΚΡΙΝΑΚΙ, το...κρινάκι, το • Φορούσε μακρύ φόρεμα με κρινάκια, καπέλο με πλαστικά φραγκοστάφυλα. ° Sie trug ein langes Kleid mit Lilienblüten, einen Hut mit Plastikweintrauben....
- ΚΡΙΝΩ...κρίνω 1. Grundbedeutungen: a) urteilen b) beurteilen c) halten / erachten / befinden (für / als) d) entscheiden [iS von: ausschlaggebend sein (für)] 2....
- ΚΡΙΣ ΚΡΑΦΤ, το [bzw.] ΚΡΙΣ-ΚΡΑΦΤ, το...κρις κραφτ, το [bzw.] κρις-κραφτ, το • σαν μηχανή κρις κραφτ ° wie ein Motorboot [hörte sich das Geräusch dieses Rasenmähers an] [GF+DF aus:...
- ΚΡΙΣΙΜΟΣ, -η, -ο...κρίσιμος, -η , -ο 1) kritisch [iS von: krisenhaft]: • Τέσσερις από τους τραυματίες βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, και η ζωή τους κινδυνεύει....
- ΚΡΟΥΣΤΑ, τα...κρουστά, τα dazu zählen zB.: τύμπανα, ντέφια, ντραμς, τουμπελέκια, κόνγκας, πόγκος ...
- ΚΡΥΒΩ...κρύβω • Μα δεν έκρυβαν κιόλας την ικανοποίησή τους, την χαρά θα λέγαμε, [...] ° Doch sie machten auch aus ihrer Genugtuung, ja aus ihrer Freude kein Hehl,...
- ΚΡΥΟ, το...κρύο, το 1. Grundbedeutung: die Kälte [bzw.] • κάνει κρύο ° es ist kalt 2. ούτε κρύο ούτε ζέστη: • Ούτε κρύο ούτε ζέστη. ° Es ließ ihn kalt. [sc....