κόντρα
1. πηγαίνω κόντρα: αντιστέκομαι, φέρνω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι [ΛΜΠ]
[bzw.]
μου πάει κόντρα: μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ’ ό,τι εγώ, συνήθως συνειδητά και κατ’ εξακολούθηση [ΛΚΝ]
π.χ.:
• ό,τι κι αν πω, μου πάει κόντρα! [ΛΜΠ]
2. το κόντρα πλακέ: s. κοντραπλακέ, το
Weitere Wörter:
Vorher
- ΚΟΜΒΙΚΟΣ, -ή, -ό...κομβικός, -ή, -ό • Το νεκροταφείο έμοιαζε να είναι κομβικό σημείο του ταξιδιού για τον πατέρα μου, [...]....
- ΚΟΜΜΑΤΙ, το...κομμάτι, το 1. Grundbedeutung: das Stück 2. γίνομαι κομμάτια: • Αυτή είναι η γυναίκα για την οποία έγινα κομμάτια, η γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή, [......
- ΚΟΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κομμένος, -η, -ο s. unter κόβω ...
- ΚΟΜΠΙΝΑ, η...κομπίνα, η • οι κομπίνες ° die Gaunereien [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] ...
- ΚΟΜΠΛΑΡΩ...κομπλάρω • Ο Μπάρρυ κομπλάρει τον Ντικ σε τέτοιο βαθμό που ο Ντικ σπάνια ανοίγει το στόμα του όταν ο Μπάρρυ βρίσκεται στο μαγαζί. ° Barry intimidates Dick,...
- ΚΟΜΠΟΣ, ο...κόμπος, ο 1. Grundbedeutung: der Knoten: • ο κόμπος ° der Knoten [zB....
- ΚΟΝΔΥΛΙ, το...κονδύλι, το • κονδύλια δηλαδή που προέρχονταν από το φορολογούμενο πολίτη ° Gelder also, die vom sprichwörtlichen Steuerzahler stammten [sc....
- ΚΟΝΤΑ...κοντά 1. από κοντά: • Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. ° Als erster rührte sich Siemos. [sc. als erster von jenen,...
- ΚΟΝΤΕΥΩ...κοντεύω • Ξεκινήσαμε επαναστάσεις και κοντεύουμε να γίνουμε παραμυθάδες που αναμασάνε ηδονικές στιγμές του παρελθόντος....
- ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΩ...κοντοστέκομαι [bzw.] κοντοστέκω • Ένας άντρας [...] κοντοστάθηκε και τον κοίταξε επιτιμητικά. Ein Mann […] blieb kurz stehen und sah ihn tadelnd an. [GF+DF aus:...
Nachher:
- ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ, το...κοντραπλακέ, το (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: κόντρα πλακέ,...
- ΚΟΠΑΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κοπανισμένος, -η, -ο s. unter κοπανώ // κοπανίζω (Z 4) ...
- ΚΟΠΑΝΩ // ΚΟΠΑΝΙΖΩ...κοπανώ (-άς) // κοπανίζω 1. κοπανώ (bzw. κοπανάω) – κοπανίζω: - Ιορδανίδου (S 365), in Zusammenhang mit dem Begriff "κοπανάω": Ο τύπος "κοπανίζω" (......
- ΚΟΡΑΚΙ, το...κοράκι, το = der Rabe [Pons online // ebenso: Όσες φορές] [aber auch]: • Τα κοράκια πέφτουν κράζοντας στο ξέφωτο και καταλύουν πάνω στα πεύκα....
- ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΚΟΡΙΤΣΙ, το...κορίτσι, το κορίτσι πράγμα: s. unter πράγμα, το (Z 2.1) ...
- ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ...κοροϊδεύω • Σε κορόιδεψαν. Man hat dich zum Narren gehalten. [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού] • Με κοροϊδεύεις; Willst du mich verulken?...
- ΚΟΡΟΙΔΕΥΩ ...richtig: ΚΟΡΟΪΔΕΥΩ ...
- ΚΟΡΟΙΔΟ, το...richtig: ΚΟΡΟΪΔΟ, το ...