κονδύλι, το


• κονδύλια δηλαδή που προέρχονταν από το φορολογούμενο πολίτη  °  Gelder also, die vom sprichwörtlichen Steuerzahler stammten [sc. Subventionen der Stadt Wien an einen Sportclub]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ  °  [die] Mar­shallgelder [sc. die Gelder aus dem Marshallplan]   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]

• Η τράπεζα διαχειριζόταν σημαντικά κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ.  °  Die […] Bank [im Österreich der Nachkriegszeit] verwaltete beträchtliche Teile der Mar­shall­­gelder [sc. der Gelder aus dem Marshallplan].   [DF+GF aus: Menasse: Vienna]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΚΟΛΛΑΝ, το [bzw.] ΚΟΛΑΝ, το...κολλάν, το [bzw.] κολάν, το 1. zur Schreibweise: - το κολλάν [ΛΜΠ] - το κολάν [ΛΚΝ // Pons] 2. Bedeutung:...
  • ΚΟΛΛΕΓΙΑ, η...κολλεγιά, η • κρυφή κολλεγιά ° heimliche Kumpanei * • μισόξενη και μισογύνικη κολλεγιά ° fremden- und frauenfeindliche Kumpanei * *[DF+GF jeweils aus: Ditfurth:...
  • ΚΟΛΛΗΤΟΣ, -ή, -ό...κολλητός, -ή, -ό 1. [Adjektiv]: • Φορούσε μαύρο στενό παντελόνι, μαύρο κολλητό μπλουζάκι [...] ° Sie trug eine schwarze, enge Hose, ein schwarzes,...
  • ΚΟΛΛΩ...κολλώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) kleben [als Tätigkeit]; ankleben; aufkleben:...
  • ΚΟΜΒΙΚΟΣ, -ή, -ό...κομβικός, -ή, -ό • Το νεκροταφείο έμοιαζε να είναι κομβικό σημείο του ταξιδιού για τον πατέρα μου, [...]....
  • ΚΟΜΜΑΤΙ, το...κομμάτι, το 1. Grundbedeutung: das Stück 2. γίνομαι κομμάτια: • Αυτή είναι η γυναίκα για την οποία έγινα κομμάτια, η γυναίκα που μου κατέστρεψε τη ζωή, [......
  • ΚΟΜΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κομμένος, -η, -ο s. unter κόβω ...
  • ΚΟΜΠΙΝΑ, η...κομπίνα, η • οι κομπίνες ° die Gaunereien [GF+DF aus: Βασιλικός: Ζ] ...
  • ΚΟΜΠΛΑΡΩ...κομπλάρω • Ο Μπάρρυ κομπλάρει τον Ντικ σε τέτοιο βαθμό που ο Ντικ σπάνια ανοίγει το στόμα του όταν ο Μπάρρυ βρίσκεται στο μαγαζί. ° Barry intimidates Dick,...
  • ΚΟΜΠΟΣ, ο...κόμπος, ο 1. Grundbedeutung: der Knoten: • ο κόμπος ° der Knoten [zB....
Nachher:
  • ΚΟΝΤΑ...κοντά 1. από κοντά: • Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. ° Als erster rührte sich Siemos. [sc. als erster von jenen,...
  • ΚΟΝΤΕΥΩ...κοντεύω • Ξεκινήσαμε επαναστάσεις και κοντεύουμε να γίνουμε παραμυθάδες που αναμασάνε ηδονικές στιγμές του παρελθόντος....
  • ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΟΜΑΙ [bzw.] ΚΟΝΤΟΣΤΕΚΩ...κοντοστέκομαι [bzw.] κοντοστέκω • Ένας άντρας [...] κοντοστάθηκε και τον κοίταξε επιτιμητικά. Ein Mann […] blieb kurz stehen und sah ihn tadelnd an. [GF+DF aus:...
  • ΚΟΝΤΡΑ...κόντρα 1. πηγαίνω κόντρα: αντιστέκομαι, φέρνω αντιρρήσεις, εναντιώνομαι [ΛΜΠ] [bzw.] μου πάει κόντρα: μου εναντιώνεται· λέει ή κάνει αντίθετα απ’ ό,τι εγώ,...
  • ΚΟΝΤΡΑΠΛΑΚΕ, το...κοντραπλακέ, το (bzw. Schreibweise bei ΛΚΝ: κόντρα πλακέ,...
  • ΚΟΠΑΝΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...κοπανισμένος, -η, -ο s. unter κοπανώ // κοπανίζω (Z 4) ...
  • ΚΟΠΑΝΩ // ΚΟΠΑΝΙΖΩ...κοπανώ (-άς) // κοπανίζω 1. κοπανώ (bzw. κοπανάω) – κοπανίζω: - Ιορδανίδου (S 365), in Zusammenhang mit dem Begriff "κοπανάω": Ο τύπος "κοπανίζω" (......
  • ΚΟΡΑΚΙ, το...κοράκι, το = der Rabe [Pons online // ebenso: Όσες φορές] [aber auch]: • Τα κοράκια πέφτουν κράζοντας στο ξέφωτο και καταλύουν πάνω στα πεύκα....
  • ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ, το...κοριτσάκι, το • Μη σε νοιάζει, κοριτσάκι μου, [...] ° Sei unbesorgt, mein liebes Mädchen, [...] [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...