ABLEISTEN


1) εκπληρώνω:

• Die anerkannten Wehrdienstverweigerer [sc. Waffendienstverweigerer] aus Gewis­sens­gründen sind verpflichtet, (Militär-)Dienst ohne Waffe oder Zivildienst zu leisten. °

°  Οι αναγνωριζόμενοι ως αντιρρησίες συνείδησης υποχρεούνται να εκπληρώσουν άοπλη θητεία ή πολιτική υπηρεσία.    [GF aus dem griech. Wehrgesetz]

• Personen, die [aufgrund der Erfüllung der gesetzlichen Voraussetzungen] berechtigt sind, [statt des Militärdienstes] Ersatzdienst [sc. Zivildienst] zu leisten.  °  άτομα που δικαιούνται να εκπληρώσουν εναλλακτική υπηρεσία   [GF aus dem griech. Wehrgesetz]

• er hat seinen Militärdienst (ab)geleistet [wörtl.: er hat seine militärischen Verpflichtungen erfüllt]  °  έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις


2) υπηρετώ (-είς):

• er leistet seinen Militärdienst (ab)  °  υπηρετεί την στρατιωτική θητεία του

• In vielen Ländern ist für (die) Wehrdienstverweigerer gesetzlich die Möglichkeit ver­an­kert worden, einen Ersatzdienst abzuleisten (zu leisten).  °  Σε πολλές χώρες έχει νομοθετηθεί για τους αντιρρησίες συνείδησης η δυνατότητα να υπηρετήσουν μια αναπληρωματική θητεία.


3) προσφέρω:

• Am 13. Juli [1998] begannen [in Griechenland] die ersten Wehrdienstverweigerer So­zi­aldienst (= Zivildienst) [aufgrund des am 1. Jänner 1998 in Kraft getretenen Zivil­dienst­­gesetzes] zu leisten.  °  Στις 13 Ιουλίου άρχισαν να προσφέρουν κοινωνική υπηρεσία οι πρώτοι αντιρρησίες συνείδησης.


4) κάνω:

• Ich war in dem Alter, in dem ich meinen Militärdienst (ab)leisten [wörtl.: machen] musste.  °  Βρισκόμουν στην ηλικία που έπρεπε να κάνω την στρατιωτική μου θητεία.


Weitere Wörter: