ABLENKEN


1) αποσπώ την προσοχή  //  αποτρέπω την προσοχή:

• Die Untertitel [eines Films] sollten – ab­seits der Erleichterung, die sie [für die Re­zep­ti­on und das Verständnis (des Films)] bieten – nicht das Verfolgen (das Sehen) des Films behindern, indem (weil) sie den Zuschauer ablenken.

Οι υπότιτλοι, πέρα της διευκόλυνσης που προσφέρουν, δεν θα πρέπει να εμποδίζουν την παρακολούθηση της ταινίας αποσπώντας την προσοχή του θεατή.

• Es gab [hier in der Einsamkeit] nichts, was mich [von meinen Grübeleien] ablen­ken und meinen Geist beschäftigen hätte können. Weder Bücher, noch Gespräche, noch Musik. Nichts.

Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να μου αποσπάσει την προσοχή και να μου απασχολήσει το μυαλό. Ούτε βιβλία ούτε συνομιλίες ούτε μουσική. Τίποτα.

• Der Schmerz [durch die Blase am Fuß] kam mir gelegen, weil er mich von Gedan­ken ablenkte, die zu nichts führten.

Ο πόνος μού ήρθε βολικά, γιατί απο­σπούσε την προσοχή μου από σκέψεις που δεν έβγαζαν πουθενά.

• Um (die Aufmerksamkeit) von den Taten und den Tätern abzulenken, erzählen sie (= erzählt man) das Märchen, dass ...[die Überbevölkerung an den Umwelt­proble­men schuld sei].

Για να αποσπάσουν την προσοχή από τις πράξεις και τους δράστες, διηγούνται το παραμύθι ότι [...]

• Maria benutzte den Humor, um sich und ihre Eltern von der schrecklichen Realität ihrer [= der Eltern] instabiler Ehe abzulen­ken.

Η Μαρία χρησιμοποιούσε το χιούμορ για ν’ αποσπάσει την προσοχή της και την προσοχή των γονιών της από τη φοβερή πραγματικότητα του ασταθούς γάμου τους.

• die herrschenden Kreise, die das [poli­tisch ent­rechtete] Volk (die Aufmerk­sam­keit des Volkes) von der schlechten Lage der Staats­ange­legenheiten ablenken wollen [indem sie ihm "Brot und Spiele" bieten]

οι ιθύνοντες, που θέλουν να αποτρέψουν την προσοχή του λαού από την κακή κατάσταση των πραγμάτων της πολιτείας


2) απασχολώ (-είς):

• Ich will nicht, dass man mich ablenkt, wenn ich arbeite.  °  Δε θέλω να με απασχολούν όταν δουλεύω.  [GF aus ΛΚΝ]

• Er kam und lenkte mich von der Arbeit ab.  °  Ήρθε και με απασχόλησε από τη δουλειά μου.  [GF aus ΛΚΝ]


3) Sonstiges:

• [A:] Nein, nicht die Sonne. Sie stört mich, sie lenkt mich ab. – [B:] Aber gerade die Ablenkung ist es, was du brauchst! Komm, lass uns einen Spaziergang machen.  °

°  [Α:] Όχι, όχι ο ήλιος. Με ενοχλεί, με κάνει κι αποξεχνιέμαι. – [Β:] Μα αυτό ακριβώς χρειάζεσαι, να ξεχαστείς λιγάκι. Εμπρός, πάμε μια βόλτα.   [DF+GF aus: Fallaci: Ein Mann]

• Malina wird mit mir ausgehen wollen, mich ablenken wollen, [...]  °  Ο Μαλίνα θα θέλει να βγει μαζί μου, να με κάνει να ξεχαστώ, [...]    [DF+GF aus: Bachmann: Malina]

• abgelenkt durch andere Sorgen, vergaß er das Wesentlichste  °  περισπασμένος από άλλες έννοιες λησμόνησε το κυριότερο


Weitere Wörter: