ABLENKUNG, die


1) ο (αντι)περισπασμός:

 jede Ablenkung des Lenkers während des Fahrens kann verhängnisvoll ausgehen  °  κάθε περισπασμός του οδηγού κατά την οδήγηση μπορεί να αποβεί μοιραίος

• Ein [eigenes] Kind wäre [für dich] die ideale Ablenkung. [von deinen psychischen Pro­ble­men]  °  Ένα παιδί θα ήταν ο ιδανικός αντιπερισπασμός.


2) η απόσπαση της προσοχής  //  η διάσπαση της προσοχής:

• Das Problem [sc. die Gefahr für die Verkehrssicherheit] [beim Telefonieren während des Autolenkens (sei es mit, sei es ohne Freisprecheinrichtung)] ist die Ablenkung, die das Telefongespräch verursacht.  °  Το πρόβλημα είναι η διάσπαση της προσοχής που προκαλεί η τηλεφωνική συνομιλία.


Weitere Wörter: