ξενιτεμένος, -η, -ο
= αυτός που ζει σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα του [ΛΜΠ]
π.χ.:
• Στον Ποταμό [= Dorf auf der Insel Κύθηρα] έβλεπες μόνο γέρους, γυναίκες και παιδιά, οι περισσότεροι άντρες ήταν στην Αυστραλία. Κάθε Κυριακή, θυμάμαι, ερχόταν ο ταχυδρόμος και μοίραζε δέματα των ξενιτεμένων στις οικογένειές τους.
• Με την επιστροφή των ξενιτεμένων παλικαριών γινόντουσαν και πολλοί γάμοι. [Der Satz bezieht sich auf griechische Seeleute und Händler, die (im 19. und zu Beginn des 20. Jahrhunderts) mit ihren Schiffen vom Pilion aus monate- oder jahrelang nach Europa, Russland Kleinasien, Alexandria usw. gereist waren, um dort die Waren (Stoffe, Früchte etc.) zu verkaufen und dann wieder auf den Pilion zurückkamen und hier heirateten.]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΞΕΔΙΝΩ...ξεδίνω = διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου / ψυχαγωγούμαι / το ρίχνω έξω [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Μπήκα σ’ ένα καφενείο να ξεδώσω....
- ΞΕΚΑΡΔΙΖΟΜΑΙ...ξεκαρδίζομαι • ξεκαρδίζομαι στα γέλια ° sich totlachen [Pons online; Langenscheidt online] • "[...]" πρόσθεσε ξεκαρδισμένος. ° "[......
- ΞΕΚΑΡΔΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξεκαρδισμένος, -η, -ο s. unter ξεκαρδίζομαι ...
- ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξεκαρδιστικός, -ή, -ό • Γελούσε λες κι ο θάνατος ήταν κάτι ξεκαρδιστικό. ° Sie lachte [als sie vom Tod ihrer Angehörigen erzählte],...
- ΞΕΚΙΝΩ...ξεκινώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) beginnen b) aufbrechen, starten [usw.] 2. για [...] το ξεκίνησα και βγήκε [...]:...
- ΞΕΚΟΒΩ...ξεκόβω ξεκόβω από … ° brechen mit … [zB. mit einem Menschen; mit einer bestimmten Art von Politik; mit seiner eigenen Vergangenheit] ...
- ΞΕΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο... ...
- ΞΕΛΙΓΩΝΩ...ξελιγώνω s. λιγώνω ...
- ΞΕΝΕΡΩΤΟΣ, -η, -ο...ξενέρωτος, -η, -ο • Τους σχολαστικούς και τους ξενέρωτους δεν τους αντέχω. ° Pedanten und Spießer kann ich nicht leiden. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
- ΞΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξενικός, -ή, -ό • αυτή η γυναίκα με το ξενικό πρόσωπο ° diese Frau mit dem fremdartigen Gesicht [GF+DF aus: Ζατέλη:...
Nachher:
- ΞΕΝΥΧΤΙ, το...ξενύχτι, το τα ξενύχτια ° die langen Nächte * // die schlaflosen Nächte ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
- ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενυχτισμένος, -η, -ο • είχε βλέμμα ξενυχτισμένου ° er hatte den Blick eines Übernächtigten [GF+DF aus:...
- ΞΕΝΥΧΤΩ...ξενυχτώ (-άς) 1) [intransitiv]: • ξενυχτώ ° sich die Nächte um die Ohren schlagen [GF+DF aus: Ταχτσής:...
- ΞΕΠΕΡΝΩ...ξεπερνώ (-άς) ξεπερνώ + Zeit(raum)angabe:...
- ΞΕΠΡΟΒΑΛΛΩ...ξεπροβάλλω = auftauchen / erscheinen / zum Vorschein kommen / hervortreten [etc.] – z.B.:...
- ΞΕΡΟΒΟΡΙ, το...ξεροβόρι, το • ένα παγωμένο ξεροβόρι ° ein eisiger trockener Nordwind [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω] ...
- ΞΕΡΟΝΗΣΙ, το...ξερονήσι, το = βραχώδης και άγονη νησίδα [so die Umschreibung in einem Kreuzworträtsel] ...
- ΞΕΡΟΠΙΝΩ...ξεροπίνω πίνω κρασί (ή άλλο οινοπνευματώδες ποτό) χωρίς παράλληλα – όπως κανονικά συνηθίζεται – να τρώω κάτι [ΛΔΗ] – π.χ.: • Οι τουρίστες ξεροπίνουν,...
- ΞΕΡΟΣ, -ή, -ό...ξερός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: trocken 2. Spezialbedeutung: Μερικές φορές σημαίνει "μόνος", συνήθως όταν πρόκειται για τρόφιμα. [ΛΔΗ] π.χ.:...