ξεκαρδιστικός, -ή, -ό


• Γελούσε λες κι ο θάνατος ήταν κάτι ξεκαρδιστικό.  °  Sie lachte [als sie vom Tod ihrer Angehörigen erzählte], als sei der Tod etwas zum Totlachen.   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• γελώντας λες και μόλις κάποιος είχε πει κάτι ξεκαρδιστικό  °  [er] lachte, als habe jemand gerade etwas fürchterlich Lustiges gesagt   [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]

• μια ξεκαρδιστική κωμωδία  °  eine zwerchfellerschütternde [Film-]Komödie   [GF+DF aus: Π. Αμπατζόγλου: Θάνατος μισθωτού]


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΞΑΝΑ+... ...
  • ΞΑΠΛΩΝΩ...ξαπλώνω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: (jemanden/etwas) legen [sc. in eine liegende Position bringen]: • Τον ξάπλωσαν στον καναπέ. ° Sie legten ihn [sc....
  • ΞΑΦΝΙΑΖΩ...ξαφνιάζω • "Ποιο παιδί;" ξαφνιάστηκε εκείνη [= η Πέρσα]. ° "Was für ein Kind?" staunte Persa. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • την ξάφνιασε ο εαυτός της [wörtl.:...
  • ΞΑΦΝΙΚΑ...ξαφνικά 1. Grundbedeutung: plötzlich 2. του ’ρθε ξαφνικά! Verzeichnet bei Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά, S. 68,...
  • ΞΕ+... ...
  • ΞΕΒΙΔΩΝΩ...ξεβιδώνω • [...], για να ξεβιδωθείτε στις καλοκαιρινές πίστες ["ΚΑΙ" v. 8. Aug.1990, S. 36] ...
  • ΞΕΓΙΝΟΜΑΙ...ξεγίνομαι [Anm: Das Wort ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • Το γεφύρι της Άρτας, οι αιγυπτιακοί σιδηρόδρομοι, η σοσιαλιστική σου επανάσταση:...
  • ΞΕΔΙΝΩ...ξεδίνω = διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου / ψυχαγωγούμαι / το ρίχνω έξω [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Μπήκα σ’ ένα καφενείο να ξεδώσω....
  • ΞΕΚΑΡΔΙΖΟΜΑΙ...ξεκαρδίζομαι • ξεκαρδίζομαι στα γέλια ° sich totlachen [Pons online; Langenscheidt online] • "[...]" πρόσθεσε ξεκαρδισμένος. ° "[......
  • ΞΕΚΑΡΔΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξεκαρδισμένος, -η, -ο s. unter ξεκαρδίζομαι ...
Nachher:
  • ΞΕΚΙΝΩ...ξεκινώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) beginnen b) aufbrechen, starten [usw.] 2. για [...] το ξεκίνησα και βγήκε [...]:...
  • ΞΕΚΟΒΩ...ξεκόβω ξεκόβω από … ° brechen mit … [zB. mit einem Menschen; mit einer bestimmten Art von Politik; mit seiner eigenen Vergangenheit] ...
  • ΞΕΛΙΓΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο... ...
  • ΞΕΛΙΓΩΝΩ...ξελιγώνω s. λιγώνω ...
  • ΞΕΝΕΡΩΤΟΣ, -η, -ο...ξενέρωτος, -η, -ο • Τους σχολαστικούς και τους ξενέρωτους δεν τους αντέχω. ° Pedanten und Spießer kann ich nicht leiden. [DF+GF aus: Gaby Hauptmann:...
  • ΞΕΝΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξενικός, -ή, -ό • αυτή η γυναίκα με το ξενικό πρόσωπο ° diese Frau mit dem fremdartigen Gesicht [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενιτεμένος, -η, -ο = αυτός που ζει σε ξένη χώρα, μακριά από την πατρίδα του [ΛΜΠ] π.χ.: • Στον Ποταμό [= Dorf auf der Insel Κύθηρα] έβλεπες μόνο γέρους,...
  • ΞΕΝΥΧΤΙ, το...ξενύχτι, το τα ξενύχτια ° die langen Nächte * // die schlaflosen Nächte ** *[GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] **[GF+DF aus: Κουμανταρέας:...
  • ΞΕΝΥΧΤΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξενυχτισμένος, -η, -ο • είχε βλέμμα ξενυχτισμένου ° er hatte den Blick eines Übernächtigten [GF+DF aus:...