ξαπλώνω


1. Grundbedeutungen:

a) [transitiv]: (jemanden/etwas) legen [sc. in eine liegende Position bringen]:

• Τον ξάπλωσαν στον καναπέ.  °  Sie legten ihn [sc. den Toten] auf das Sofa.

• Ξαπλώστε το θύμα ανάσκελα.  °  Legen Sie das [Unfall-]Opfer auf den Rücken. [Anleitung für Erste Hilfe]

b) [reflexiv]: sich legen:

• ο σκύλος ξαπλώνει δίπλα στα πόδια μου  °  der Hund legt sich neben meine Füße

• ξάπλωσαν στα χόρτα  °  sie legten sich ins Gras [in einem Athener Park]

• Ξαπλώστε ανάσκελα στο πάτωμα.  °  Legen Sie sich am Rücken auf den Boden. [Anleitung für eine Turnübung]

c) [intransitiv]: liegen:

• σε μια άλλη γωνιά ξαπλώνει μια γυναίκα  °  in einer anderen Ecke liegt eine [schla­fende] Frau

• Το θύμα, μισοαναίσθητο, ξάπλωνε πάνω στην άσφαλτο.  °  Das Opfer [sc. der ver­prügelte Mann] lag, halb bewusstlos, auf dem Asphalt.


2. είμαι ξαπλωμένος (-η, -ο)  °  liegen:

• Είναι ξαπλωμένος σε φορείο.  °  Er [der Verletzte] liegt auf einer Tragbahre.

• το βράδυ, όταν είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου, [...]  °  am Abend, wenn ich [weibl.] in meinem Bett liege, [...]


3. zur kombinierten Verwendung der Begriffe ξαπλώνω und κείτομαι:

• Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ντυμένος με τα ρούχα, κειτόταν ο Γιάννης.


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΝΤΥΝΩ...ντύνω 1. Grundbedeutungen: - ντύνω ° [jemanden (= jemandem Kleidung)] anziehen - ντύνομαι ° sich anziehen 2. ντύνομαι + Kleidungsstück (im Akkusativ):...
  • ΝΥΦΗ, η...νύφη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Braut b) die Schwiegertochter c) die Schwägerin [und zwar: die Ehefrau des Bruders] [Anm.: vgl.: κουνιάδα, η] 2....
  • ΝΥΧΤΑ, η...νύχτα, η 1. σε μια νύχτα ° ξαφνικά [ΛΚΝ] – π.χ.: • Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. [ΛΚΝ] 2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται,...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
  • ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...
  • ΝΩΡΙΣ...νωρίς 1. Grundbedeutung: früh 2. από νωρίς: • Από νωρίς τα πίναν ο Χιντίρ με το Βασίλη κι είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι που λέμε....
  • ΞΑΛΑΦΡΩΝΩ... ...
  • ΞΑΝΑ...ξανά 1. Grundbedeutungen: a) wieder b) noch einmal:...
  • ΞΑΝΑ+... ...
Nachher:
  • ΞΑΦΝΙΑΖΩ...ξαφνιάζω • "Ποιο παιδί;" ξαφνιάστηκε εκείνη [= η Πέρσα]. ° "Was für ein Kind?" staunte Persa. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • την ξάφνιασε ο εαυτός της [wörtl.:...
  • ΞΑΦΝΙΚΑ...ξαφνικά 1. Grundbedeutung: plötzlich 2. του ’ρθε ξαφνικά! Verzeichnet bei Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά, S. 68,...
  • ΞΕ+... ...
  • ΞΕΒΙΔΩΝΩ...ξεβιδώνω • [...], για να ξεβιδωθείτε στις καλοκαιρινές πίστες ["ΚΑΙ" v. 8. Aug.1990, S. 36] ...
  • ΞΕΓΙΝΟΜΑΙ...ξεγίνομαι [Anm: Das Wort ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • Το γεφύρι της Άρτας, οι αιγυπτιακοί σιδηρόδρομοι, η σοσιαλιστική σου επανάσταση:...
  • ΞΕΔΙΝΩ...ξεδίνω = διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου / ψυχαγωγούμαι / το ρίχνω έξω [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Μπήκα σ’ ένα καφενείο να ξεδώσω....
  • ΞΕΚΑΡΔΙΖΟΜΑΙ...ξεκαρδίζομαι • ξεκαρδίζομαι στα γέλια ° sich totlachen [Pons online; Langenscheidt online] • "[...]" πρόσθεσε ξεκαρδισμένος. ° "[......
  • ΞΕΚΑΡΔΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξεκαρδισμένος, -η, -ο s. unter ξεκαρδίζομαι ...
  • ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξεκαρδιστικός, -ή, -ό • Γελούσε λες κι ο θάνατος ήταν κάτι ξεκαρδιστικό. ° Sie lachte [als sie vom Tod ihrer Angehörigen erzählte],...