ξανά
1. Grundbedeutungen:
a) wieder
b) noch einmal:
• θα το δοκιμάσω ξανά ° ich werde es noch einmal versuchen [Pons online]
• πες το ξανά ° sag es noch einmal
• σφίξανε ξανά τα χέρια ° sie schüttelten sich (= einander) noch einmal die Hand (die Hände)
2. ξανά mit Verb in Vergangenheitsform:
a) Grundbedeutungen (s. oben)
b) [gegebenenfalls]:
aa) [ohne Verneinung]: schon einmal / schon:
• αν κάποιος από τους δύο υπήρξε ξανά παντρεμένος ° wenn jemand von den beiden [die heiraten wollen] schon (schon einmal) verheiratet war
• Δεν ξέρω αν ποτέ ξανά βρέθηκα σε τέτοια θέση. ° Ich weiß nicht, ob ich schon jemals in einer solchen Lage war [wie ich jetzt bin].
bb) [mit Verneinung]: noch nie:
• Στη 40χρονη επαγγελματική μου πορεία δεν έχω δει ξανά τέτοια περίπτωση γέννησης βρέφους τόσο μεγάλου με φυσιολογικό τοκετό. ° In meiner 40jährigen Berufslaufbahn habe ich [Gynäkologe] noch nie einen derartigen Fall der Geburt eines so großen [sc. 6,2 Kilo schweren] Säuglings mit (= auf dem Weg) einer natürlichen Entbindung [sc. ohne Kaiserschnitt] gesehen.
[Anm.: vgl. – mit denselben Bedeutungen wie aa) und bb) – auch die Beispiele unter ξανα+ (Z 1)]
Weitere Wörter:
- ΝΤΟΡΤΙΑ, τα...ντόρτια, τα = σε παιχνίδι με ζάρια, η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν τέσσερα // [συνεκδ.] αποτυχία,...
- ΝΤΟΥΚΟΥ...ντούκου [Adverb] περνάω (στο) ντούκου ° αποσιωπώ κάτι [ΛΚΝ] π.χ.: • Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ντούκου....
- ΝΤΥΝΩ...ντύνω 1. Grundbedeutungen: - ντύνω ° [jemanden (= jemandem Kleidung)] anziehen - ντύνομαι ° sich anziehen 2. ντύνομαι + Kleidungsstück (im Akkusativ):...
- ΝΥΦΗ, η...νύφη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Braut b) die Schwiegertochter c) die Schwägerin [und zwar: die Ehefrau des Bruders] [Anm.: vgl.: κουνιάδα, η] 2....
- ΝΥΧΤΑ, η...νύχτα, η 1. σε μια νύχτα ° ξαφνικά [ΛΚΝ] – π.χ.: • Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. [ΛΚΝ] 2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται,...
- ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
- ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
- ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...
- ΝΩΡΙΣ...νωρίς 1. Grundbedeutung: früh 2. από νωρίς: • Από νωρίς τα πίναν ο Χιντίρ με το Βασίλη κι είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι που λέμε....
- ΞΑΛΑΦΡΩΝΩ... ...
- ΞΑΝΑ+... ...
- ΞΑΠΛΩΝΩ...ξαπλώνω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: (jemanden/etwas) legen [sc. in eine liegende Position bringen]: • Τον ξάπλωσαν στον καναπέ. ° Sie legten ihn [sc....
- ΞΑΦΝΙΑΖΩ...ξαφνιάζω • "Ποιο παιδί;" ξαφνιάστηκε εκείνη [= η Πέρσα]. ° "Was für ein Kind?" staunte Persa. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • την ξάφνιασε ο εαυτός της [wörtl.:...
- ΞΑΦΝΙΚΑ...ξαφνικά 1. Grundbedeutung: plötzlich 2. του ’ρθε ξαφνικά! Verzeichnet bei Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά, S. 68,...
- ΞΕ+... ...
- ΞΕΒΙΔΩΝΩ...ξεβιδώνω • [...], για να ξεβιδωθείτε στις καλοκαιρινές πίστες ["ΚΑΙ" v. 8. Aug.1990, S. 36] ...
- ΞΕΓΙΝΟΜΑΙ...ξεγίνομαι [Anm: Das Wort ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • Το γεφύρι της Άρτας, οι αιγυπτιακοί σιδηρόδρομοι, η σοσιαλιστική σου επανάσταση:...
- ΞΕΔΙΝΩ...ξεδίνω = διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου / ψυχαγωγούμαι / το ρίχνω έξω [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Μπήκα σ’ ένα καφενείο να ξεδώσω....
- ΞΕΚΑΡΔΙΖΟΜΑΙ...ξεκαρδίζομαι • ξεκαρδίζομαι στα γέλια ° sich totlachen [Pons online; Langenscheidt online] • "[...]" πρόσθεσε ξεκαρδισμένος. ° "[......