ξαφνιάζω
• "Ποιο παιδί;" ξαφνιάστηκε εκείνη [= η Πέρσα]. ° "Was für ein Kind?" staunte Persa. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως]
• την ξάφνιασε ο εαυτός της [wörtl.: ihr Selbst verblüffte / überraschte / erstaunte sie] ° sie war über sich selbst verblüfft [GF+DF aus: Τριανταφύλλου: Εργοστάσιο]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΝΥΦΗ, η...νύφη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Braut b) die Schwiegertochter c) die Schwägerin [und zwar: die Ehefrau des Bruders] [Anm.: vgl.: κουνιάδα, η] 2....
- ΝΥΧΤΑ, η...νύχτα, η 1. σε μια νύχτα ° ξαφνικά [ΛΚΝ] – π.χ.: • Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. [ΛΚΝ] 2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται,...
- ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
- ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
- ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...
- ΝΩΡΙΣ...νωρίς 1. Grundbedeutung: früh 2. από νωρίς: • Από νωρίς τα πίναν ο Χιντίρ με το Βασίλη κι είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι που λέμε....
- ΞΑΛΑΦΡΩΝΩ... ...
- ΞΑΝΑ...ξανά 1. Grundbedeutungen: a) wieder b) noch einmal:...
- ΞΑΝΑ+... ...
- ΞΑΠΛΩΝΩ...ξαπλώνω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: (jemanden/etwas) legen [sc. in eine liegende Position bringen]: • Τον ξάπλωσαν στον καναπέ. ° Sie legten ihn [sc....
Nachher:
- ΞΑΦΝΙΚΑ...ξαφνικά 1. Grundbedeutung: plötzlich 2. του ’ρθε ξαφνικά! Verzeichnet bei Ι. Αντωνίου-Κρητικού: Επικοινωνώ στα Ελληνικά, S. 68,...
- ΞΕ+... ...
- ΞΕΒΙΔΩΝΩ...ξεβιδώνω • [...], για να ξεβιδωθείτε στις καλοκαιρινές πίστες ["ΚΑΙ" v. 8. Aug.1990, S. 36] ...
- ΞΕΓΙΝΟΜΑΙ...ξεγίνομαι [Anm: Das Wort ist bei ΛΜΠ, nicht aber bei ΛΚΝ verzeichnet.] • Το γεφύρι της Άρτας, οι αιγυπτιακοί σιδηρόδρομοι, η σοσιαλιστική σου επανάσταση:...
- ΞΕΔΙΝΩ...ξεδίνω = διασκεδάζω προκειμένου να λησμονήσω τη λύπη μου / ψυχαγωγούμαι / το ρίχνω έξω [ΛΓΙΟ] π.χ.: • Μπήκα σ’ ένα καφενείο να ξεδώσω....
- ΞΕΚΑΡΔΙΖΟΜΑΙ...ξεκαρδίζομαι • ξεκαρδίζομαι στα γέλια ° sich totlachen [Pons online; Langenscheidt online] • "[...]" πρόσθεσε ξεκαρδισμένος. ° "[......
- ΞΕΚΑΡΔΙΣΜΕΝΟΣ, -η, -ο...ξεκαρδισμένος, -η, -ο s. unter ξεκαρδίζομαι ...
- ΞΕΚΑΡΔΙΣΤΙΚΟΣ, -ή, -ό...ξεκαρδιστικός, -ή, -ό • Γελούσε λες κι ο θάνατος ήταν κάτι ξεκαρδιστικό. ° Sie lachte [als sie vom Tod ihrer Angehörigen erzählte],...
- ΞΕΚΙΝΩ...ξεκινώ (-άς) 1. Grundbedeutungen: a) beginnen b) aufbrechen, starten [usw.] 2. για [...] το ξεκίνησα και βγήκε [...]:...