νύχτα, η


1. σε μια νύχτα  °  ξαφνικά  [ΛΚΝ] – π.χ.:

• Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα.  [ΛΚΝ]


2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται, διασκεδάζουν ή ασκούν ύποπτες ή παράνομες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της νύχτας   [ΛΚΝ]


3. λευκή νύχτα: s. unter λευκός, -ή, -ό  


4. περνώ τη νύχτα μου: s. unter περνώ (Z 5) 


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΝΤΑΗΛΙΚΙ, το...νταηλίκι, το = die Kraftprotzerei [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΝΤΑΛΙΚΕΡΗΣ, ο...νταλικέρης, ο (Pl.: οι νταλικέρηδες) = der Lenker einer νταλίκα [sc. der Lenker eines großen Lkw] / ~der Fernfahrer ...
  • ΝΤΑΝ...νταν • [...] όπως το κουδούνι κάνει νταν στο αυτί ° [...], so wie der Glockenton ins Ohr dringt [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΝΤΕ...ντε 1. [allgemein]: συμπληρωματικό μόριο χωρίς συγκεκριμένη σημασία [ΛΔΗ] π.χ.: • Καλά ντε! Μην φωνάζεις! Ακούσαμε. [ΛΔΗ] • Άκου ντε, να σου πω!...
  • ΝΤΕΛΑΠΑΡΩ [bzw.] ΝΤΕΡΑΠΑΡΩ...ντελαπάρω [bzw.] ντεραπάρω = schleudern [zB. ein Auto]:...
  • ΝΤΕΛΙΚΑΤΟΣ, -η, -ο...ντελικάτος, -η, -ο • τα ντελικάτα,...
  • ΝΤΟΡΤΙΑ, τα...ντόρτια, τα = σε παιχνίδι με ζάρια, η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν τέσσερα // [συνεκδ.] αποτυχία,...
  • ΝΤΟΥΚΟΥ...ντούκου [Adverb] περνάω (στο) ντούκου ° αποσιωπώ κάτι [ΛΚΝ] π.χ.: • Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ντούκου....
  • ΝΤΥΝΩ...ντύνω 1. Grundbedeutungen: - ντύνω ° [jemanden (= jemandem Kleidung)] anziehen - ντύνομαι ° sich anziehen 2. ντύνομαι + Kleidungsstück (im Akkusativ):...
  • ΝΥΦΗ, η...νύφη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Braut b) die Schwiegertochter c) die Schwägerin [und zwar: die Ehefrau des Bruders] [Anm.: vgl.: κουνιάδα, η] 2....
Nachher:
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
  • ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...
  • ΝΩΡΙΣ...νωρίς 1. Grundbedeutung: früh 2. από νωρίς: • Από νωρίς τα πίναν ο Χιντίρ με το Βασίλη κι είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι που λέμε....
  • ΞΑΛΑΦΡΩΝΩ... ...
  • ΞΑΝΑ...ξανά 1. Grundbedeutungen: a) wieder b) noch einmal:...
  • ΞΑΝΑ+... ...
  • ΞΑΠΛΩΝΩ...ξαπλώνω 1. Grundbedeutungen: a) [transitiv]: (jemanden/etwas) legen [sc. in eine liegende Position bringen]: • Τον ξάπλωσαν στον καναπέ. ° Sie legten ihn [sc....
  • ΞΑΦΝΙΑΖΩ...ξαφνιάζω • "Ποιο παιδί;" ξαφνιάστηκε εκείνη [= η Πέρσα]. ° "Was für ein Kind?" staunte Persa. [GF+DF aus: Ζατέλη: Φως] • την ξάφνιασε ο εαυτός της [wörtl.:...