ντύνω
1. Grundbedeutungen:
- ντύνω ° [jemanden (= jemandem Kleidung)] anziehen
- ντύνομαι ° sich anziehen
2. ντύνομαι + Kleidungsstück (im Akkusativ):
• ντυθήκαμε τη στολή ° wir [= die Soldaten] legten die Uniform an [GF+DF aus: Μυριβήλης: Η ζωή εν τάφω]
Weitere Wörter:
Vorher
- ΝΟΥΜΕΡΟ, το...νούμερο, το 1. Zum Verhältnis der Begriffe "νούμερο" und "αριθμός": s. unter αριθμός, ο 2. γίνομαι νούμερο ° ξεφτιλίζομαι [ΑΓΝ, σ. 171] [vgl. auch:...
- ΝΟΥΣ, ο...νους, ο 1. Grundbedeutungen: - der Kopf [als Sitz von Gehirn, Bewusstsein, Verstand etc.], der Sinn [iS von: Bewusstsein] - der Verstand 2....
- ΝΤΑΗΛΙΚΙ, το...νταηλίκι, το = die Kraftprotzerei [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
- ΝΤΑΛΙΚΕΡΗΣ, ο...νταλικέρης, ο (Pl.: οι νταλικέρηδες) = der Lenker einer νταλίκα [sc. der Lenker eines großen Lkw] / ~der Fernfahrer ...
- ΝΤΑΝ...νταν • [...] όπως το κουδούνι κάνει νταν στο αυτί ° [...], so wie der Glockenton ins Ohr dringt [GF+DF aus: Ζατέλη:...
- ΝΤΕ...ντε 1. [allgemein]: συμπληρωματικό μόριο χωρίς συγκεκριμένη σημασία [ΛΔΗ] π.χ.: • Καλά ντε! Μην φωνάζεις! Ακούσαμε. [ΛΔΗ] • Άκου ντε, να σου πω!...
- ΝΤΕΛΑΠΑΡΩ [bzw.] ΝΤΕΡΑΠΑΡΩ...ντελαπάρω [bzw.] ντεραπάρω = schleudern [zB. ein Auto]:...
- ΝΤΕΛΙΚΑΤΟΣ, -η, -ο...ντελικάτος, -η, -ο • τα ντελικάτα,...
- ΝΤΟΡΤΙΑ, τα...ντόρτια, τα = σε παιχνίδι με ζάρια, η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν τέσσερα // [συνεκδ.] αποτυχία,...
- ΝΤΟΥΚΟΥ...ντούκου [Adverb] περνάω (στο) ντούκου ° αποσιωπώ κάτι [ΛΚΝ] π.χ.: • Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ντούκου....
Nachher:
- ΝΥΦΗ, η...νύφη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Braut b) die Schwiegertochter c) die Schwägerin [und zwar: die Ehefrau des Bruders] [Anm.: vgl.: κουνιάδα, η] 2....
- ΝΥΧΤΑ, η...νύχτα, η 1. σε μια νύχτα ° ξαφνικά [ΛΚΝ] – π.χ.: • Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. [ΛΚΝ] 2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται,...
- ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
- ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
- ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...
- ΝΩΡΙΣ...νωρίς 1. Grundbedeutung: früh 2. από νωρίς: • Από νωρίς τα πίναν ο Χιντίρ με το Βασίλη κι είχαν έρθει στο τσακίρ κέφι που λέμε....
- ΞΑΛΑΦΡΩΝΩ... ...
- ΞΑΝΑ...ξανά 1. Grundbedeutungen: a) wieder b) noch einmal:...
- ΞΑΝΑ+... ...