ντελαπάρω [bzw.] ντεραπάρω


=  schleudern [zB. ein Auto]:

• συχνά το αυτοκίνητο ντελαπάριζε στον πάγο  °  oft schleuderte das Auto auf dem Eis

• ντελαπάροντας  °  schleudernd [zB. ein Auto] 


Weitere Wörter:

Vorher
  • ΝΟΜΙΣΜΑ, το...νόμισμα, το 1) die Währung: • το κοινό Ευρωπαϊκό νόμισμα, το ευρώ ° die gemeinsame europäische Währung, der Euro • το εθνικό νόμισμα ° die Landeswährung [wörtl.:...
  • ΝΟΜΟΣ, ο (Ι) (= νόμος, ο)...νόμος, ο [Anm.: ο νόμος ist zu unterscheiden von: ο νομός!] = das Gesetz ...
  • ΝΟΜΟΣ, ο (ΙΙ) (= νομός, ο)...νομός, ο [Anm.: ο νομός ist zu unterscheiden von: ο νόμος!] Bezeichnung einer griechischen Verwaltungseinheit ("Verwaltungsbezirk",...
  • ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ, η...νομοτέλεια, η • υπάρχει κρυμμένη νομοτέλεια στην αναμονή ° es gibt eine geheime Gesetzmäßigkeit im Warten [= wenn man (auf jemanden) wartet] [GF+DF aus:...
  • ΝΟΥΜΕΡΟ, το...νούμερο, το 1. Zum Verhältnis der Begriffe "νούμερο" und "αριθμός": s. unter αριθμός, ο 2. γίνομαι νούμερο ° ξεφτιλίζομαι [ΑΓΝ, σ. 171] [vgl. auch:...
  • ΝΟΥΣ, ο...νους, ο 1. Grundbedeutungen: - der Kopf [als Sitz von Gehirn, Bewusstsein, Verstand etc.], der Sinn [iS von: Bewusst­sein] - der Verstand 2....
  • ΝΤΑΗΛΙΚΙ, το...νταηλίκι, το = die Kraftprotzerei [GF+DF aus: Σωτηρίου: Χώματα] ...
  • ΝΤΑΛΙΚΕΡΗΣ, ο...νταλικέρης, ο (Pl.: οι νταλικέρηδες) = der Lenker einer νταλίκα [sc. der Lenker eines großen Lkw] / ~der Fernfahrer ...
  • ΝΤΑΝ...νταν • [...] όπως το κουδούνι κάνει νταν στο αυτί ° [...], so wie der Glockenton ins Ohr dringt [GF+DF aus: Ζατέλη:...
  • ΝΤΕ...ντε 1. [allgemein]: συμπληρωματικό μόριο χωρίς συγκεκριμένη σημασία [ΛΔΗ] π.χ.: • Καλά ντε! Μην φωνάζεις! Ακούσαμε. [ΛΔΗ] • Άκου ντε, να σου πω!...
Nachher:
  • ΝΤΕΛΙΚΑΤΟΣ, -η, -ο...ντελικάτος, -η, -ο • τα ντελικάτα,...
  • ΝΤΟΡΤΙΑ, τα...ντόρτια, τα = σε παιχνίδι με ζάρια, η περίπτωση που και τα δύο ζάρια δείχνουν τέσσερα // [συνεκδ.] αποτυχία,...
  • ΝΤΟΥΚΟΥ...ντούκου [Adverb] περνάω (στο) ντούκου ° αποσιωπώ κάτι [ΛΚΝ] π.χ.: • Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ντούκου....
  • ΝΤΥΝΩ...ντύνω 1. Grundbedeutungen: - ντύνω ° [jemanden (= jemandem Kleidung)] anziehen - ντύνομαι ° sich anziehen 2. ντύνομαι + Kleidungsstück (im Akkusativ):...
  • ΝΥΦΗ, η...νύφη, η 1. Grundbedeutungen: a) die Braut b) die Schwiegertochter c) die Schwägerin [und zwar: die Ehefrau des Bruders] [Anm.: vgl.: κουνιάδα, η] 2....
  • ΝΥΧΤΑ, η...νύχτα, η 1. σε μια νύχτα ° ξαφνικά [ΛΚΝ] – π.χ.: • Όλα άλλαξαν σε μια νύχτα. [ΛΚΝ] 2. ο κόσμος της νύχτας: όσοι εργάζονται,...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ, το...νυχτερινό, το s. unter νυχτερινός, -ή, -ό (Z 2) ...
  • ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ, -ή, -ό...νυχτερινός, -ή, -ό 1. Grundbedeutung: nächtlich; abendlich 2. το νυχτερινό (γυμνάσιο) ° die Abendschule [Eideneier, Bd. 3, S.162] [bzw....
  • ΝΥΧΤΩΜΕΝΟΣ, -η, -ο...νυχτωμένος, -η,...